Το 2006 εργαζόμουν σε μια σωστική ανασκαφή στη θέση Βάλτος Λεπτοκαρυάς με την ΚΖ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Πιερίας. Ήμουν πιτσιρίκα. Εκπονούσα τότε ένα διδακτορικό στην προϊστορική αρχαιολογία –που πήγε άκλαφτο. Είχα τη λαχτάρα των νεανικών χρόνων, πασπαλισμένη με εκείνη την έπαρση του να λες πως είσαι αρχαιολόγος. Γιατί τόσο λίγα ήταν αυτά που ήξερα.
Η ανασκαφή διαρκούσε περισσότερο από πέντε μήνες. Και είχε ξεκινήσει να αποφέρει τους πρώτους ουσιαστικούς της καρπούς. Γινόταν πια φανερό πως επρόκειτο για ένα μεσοελλαδικό νεκροταφείο με έναν ταφικό τύμβο, που χρονολογούνται μεταξύ 1650 με 1500 π.Χ. Την ανασκαφή του έτυχε να αναλάβω εγώ.
Η αποκάλυψη του τύμβου προχωρούσε κανονικά, όταν ένα μεσημέρι, λίγο πριν σχολάσουμε, ύστερα από δύο χτυπήματα του κασμά φάνηκαν τα πρώτα οστά να λαμπυρίζουν στο φως του ήλιου στην περίμετρο του μεγάλου τύμβου.
Με επιδέξιες κινήσεις, μαζί με έναν έμπειρο εργάτη ξεκινήσαμε να αποκαλύπτουμε τον μικρό σκελετό. Γιατί ήταν ολοφάνερο πως επρόκειτο για ένα μικρό άτομο – κορίτσι ή αγόρι, κανείς δεν μπορούσε να ξέρει εκείνη τη στιγμή.
Όμως η ώρα για το σχόλασμα είχε φτάσει. Όλοι έσπευδαν να μαζέψουν στα σκάμματα τέντες, εργαλεία, σκαμνάκια. Στην τομή της ταφής του παιδιού έγιναν όλες οι απαραίτητες κινήσεις κάλυψης και προστασίας του τάφου για τη δουλειά της επόμενης ημέρας.
Όμως την ώρα του μαζέματος και της κάλυψης της ταφής, καθώς κάποιος έκλεινε μια ομπρέλα θαλάσσης –από αυτές που χρησιμοποιούσαμε για να προστατευτούμε από τον ήλιο–, δεν άργησε να γίνει το κακό. Το σιδερένιο στέλεχος παρασύρθηκε από τον αέρα και μου ήρθε κατακέφαλα. Με χτύπησε τόσο ξαφνικά και δυνατά που η αυθόρμητη αντίδρασή μου ήταν να ξεσπάσω σε κλάμα, περισσότερο σαν αντίδραση στο σοκ παρά στον ίδιο τον πόνο.
Και τότε συνέβη κάτι μαγικό, σχεδόν σαν να έβλεπα σε αργή κίνηση μια σκηνή από ταινία του Φελίνι.