Οταν ακόμη ήμουν παιδί, στον φεγγίτη μιας μεσόπορτας του σπιτιού μας στη Νάξο να σου κάποιες κούκλες έκαναν την εμφάνισή τους κάθε τόσο. Μόλις καταλάβαινα την παρουσία τους, τα άφηνα όλα. Έπαιρνα τη θέση του θεατή και δεν σκεφτόμουν τίποτε πια. Τις κοίταγα, τις άκουγα, τις θαύμαζα για την κίνησή τους, τον τρόπο μου μιλούσαν.
Αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν αυτά τα μικροσκοπικά πλάσματα να ζωντανεύουν και να κάνουν όλα αυτά. Διέσχιζα τον μακρύ διάδρομο που οδηγούσε στην άλλη κάμαρα και βρισκόμουν στο πίσω μέρος της «σκηνής». Α! Η μάνα μου ανεβασμένη σε ένα σκαμνί με τεντωμένα τα χέρια ψηλά κρατά τις κούκλες και παίζει. Δεν μπορούσα να τραβήξω τα μάτια μου. Το θέαμα ήταν μαγικό.
Όχι, δεν μπορεί σκεφτόμουν. Κάποια μυστική δύναμη κρύβεται μέσα τους. Αλλά τι; Αυτή η απορία με απασχολούσε για πολλά χρόνια. Ήταν κάτι που ήθελα πολύ να το μάθω, αλλά δεν ήξερα από πού να αρχίσω. Σχολή για κουκλοθέατρο στην Ελλάδα δεν υπήρχε. Τι σχολή; Το κουκλοθέατρο ήταν μια τέχνη παρεξηγημένη και περιθωριακή.
Παρ’ όλα αυτά έπρεπε κάτι να σπουδάσω. Έτσι τελείωσα Οικονομικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Αυτό όμως που ένιωθα από παιδί για το κουκλοθέατρο ήταν κάτι τόσο ωραίο και δυνατό που δεν έσβηνε μέσα μου. Έτσι ξεκίνησα να ψάχνω τα μυστικά αυτής της τέχνης παντού.
Άρχισα να ταξιδεύω. Η πορεία ήταν δύσκολη, με κόπο και αγωνίες. Η τύχη όμως με βοήθησε. Σημαντικοί άνθρωποι αυτής της τέχνης βρέθηκαν στη διαδρομή μου. Άνθρωποι που πραγματικά με βοήθησαν, με στήριξαν και πολύ περισσότερο με ενθάρρυναν, ώστε να συνεχίσω να παλεύω γι’ αυτό που τόσο αγαπούσα.