Μεγάλωσα σε ένα καραγκουνοχώρι, στην καρδιά του θεσσαλικού κάμπου. Δεν καταγόμαστε από κει. Απλώς βρεθήκαμε να ζούμε στο χωριό αυτό λόγω της εργασίας του μπαμπά. Και πάντα ξέραμε πως η διαμονή μας εκεί είχε ημερομηνία λήξης. Αισθανόμασταν περαστικοί. Σαν να είχαμε βγάλει εισιτήριο επιστροφής για συγκεκριμένη μέρα, χωρίς να γνωρίζουμε προορισμό.
Οι κάτοικοι της Μαραθέας θεωρούσαν από παλιά απαραίτητη τη μόνιμη παρουσία ιερέα. Τέρμα θεού ήταν το χωριό. Ποιος θα καθόταν μόνιμα εκεί αν δεν είχε κίνητρα; Χωρίς σπίτι, χωρίς κάποιο επιπλέον εισόδημα; Μέχρι τότε ένα μικρό δώμα με στάβλο στο ισόγειο φιλοξενούσε τον ιερέα.
Μαζεύτηκαν κάποια στιγμή οι κάτοικοι και με τη συμβολή του τότε ιερέα κατόρθωσαν να συγκεντρώσουν περίπου 100 λίρες. Το οικόπεδο βρέθηκε, το σπίτι χτίστηκε και χωράφια δόθηκαν για καλλιέργεια στον πρώτο παπά που κατέφτασε με την οικογένειά του. Δεκαεφτά χρόνια έζησε ο παπάς εκείνος στο καινούργιο σπίτι και το περιποιήθηκε πολύ.
Έφυγε όμως και για κάποιο διάστημα παπάδες πηγαινοέρχονταν για να εξυπηρετούν τις θρησκευτικές ανάγκες του χωριού. Κανείς όμως μόνιμος.
Το 1969, ο παπα-Ηλίας, ενώ σπούδαζε ακόμη στη Ριζάρειο Ιερατική Σχολή Αθηνών, δέχτηκε τη θέση του ιερέα και λίγα χρόνια αργότερα τον ακολούθησε στο «ξένο» χωριό η οικογένειά του.
Τριανταεπτά συναπτά έτη ζήσαμε στο χωριό αυτό. Μια ολόκληρη ζωή. Πώς να μη δεθείς με τον τόπο και τους ανθρώπους του; Πώς να μην πονέσεις για τα προβλήματά τους; Πώς να μείνεις «ξένος»; Δύσκολα χρόνια. Όμορφα χρόνια. Χρόνια που έμειναν χαραγμένα στη μνήμη και αποθηκευμένα με χρονολογική σειρά στο οικογενειακό άλμπουμ.
Το σπίτι που μέναμε ήταν μακρόστενο, χτισμένο από πλιθιά. Αρχικά είχε ένα χολ και τρία δωμάτια, στα οποία προστέθηκε εκ των υστέρων, για τις ανάγκες της πολύτεκνης φαμίλιας μας, μια κουζίνα και αργότερα ένα δωμάτιο και μια εξωτερική τουαλέτα.
Ένα προστώο με δύο τετράγωνους πεσσούς ομόρφαινε κάπως την πρόσοψη και διατάραζε τη δρομικότητα του κτιρίου.