Το καλοκαίρι του 1987 πήγαμε με τους γονείς και τον αδελφό μου ένα ταξίδι στη Ρωσία. Στη Σοβιετική Ένωση του Γκορμπατσόφ. Στην ατμόσφαιρα υπήρχε διάχυτη αισιοδοξία, ολοφάνερη τόσο στις συζητήσεις όσο και στην όψη των ανθρώπων. Όλοι ήλπιζαν σε βελτίωση της ζωής τους, κυρίως στο επίπεδο της ελευθερίας, αλλά και της διαβίωσης. Οι ουρές και η μαύρη αγορά εξακολουθούσαν.
Από την πρώτη μέρα στο ξενοδοχείο της Μόσχας με πλησίασε ένας νεαρός, με τον οποίον αρχικά είχα μια ενδιαφέρουσα ανταλλαγή συστάσεων. «Πώς σε λένε;» με ρώτησε. «Γιούλη» του απάντησα. Έβαλε τα γέλια: «Μα το όνομά σου είναι αντρικό».
Και είναι γεγονός ότι στα ρωσικά αυτή η κατάληξη είναι αντρική (βλ. το συγγενικό Γιούρι). «Ε» του είπα, «στα ελληνικά είναι γυναικείο. Εσένα πώς σε λένε;». «Σάσα» μου λέει. Φυσικά έσκασα στα γέλια, εξηγώντας του ότι το Σάσα στα καθ’ ημάς είναι ένα κοινό γυναικείο όνομα.
Ύστερα από κάποιες γενικές κουβέντες πέρασε στο ψητό που δεν ήταν το φλερτ, αλλά η μαύρη αγορά. Μου ζήτησε καλσόν και εσώρουχα. Ομολογώ ότι με τα καλσόν υπέκυψα στον πειρασμό. Και αυτό γιατί πριν από την αναχώρησή μας είχα αγοράσει κάποια φτηνά καλσόν θεωρώντας ότι οι 17 βαθμοί που προβλέπονταν για τη Μόσχα είναι χειμώνας, πλην ήταν μια όμορφη άνοιξη, για να μην πω καλοκαίρι, οπότε καμιά σκέψη για χρησιμοποίησή τους.
Εκείνος επέμενε και για εσώρουχα. Παρότι του έλεγα ότι είναι μεταχειρισμένα, ουδόλως τον ένοιαζε, αρκεί που ήταν δυτικά. Δεν ενέδωσα. Απορούσα με τη μανία για δυτικά προϊόντα, αφού καλσόν σαν αυτά υπήρχαν στην αγορά, αλλά μόνο η ιδέα ότι ήταν δυτικά τους προσέδιδε άλλη αξία.
Όμορφη η Μόσχα, η Κόκκινη Πλατεία, η ατμοσφαιρική οδός Αρμπάτ, τα βιβλιοπωλεία, η βαρκάδα στον ποταμό Μόσκβα.