Ενα από τα πιο όμορφα που μπορεί να σου συμβεί είναι να ταξιδεύεις. Και όχι τόσο ως τουρίστας, αλλά με αφορμές διαφορετικές. Να βλέπεις τους ανθρώπους του κάθε τόπου σε συνθήκες κανονικές. Με βροχές και κρύα και τη ρουτίνα της δουλειάς. Κι έχει άλλη ομορφιά αυτό το «σε κανονικές συνθήκες».
Σ’ εμένα τα πράγματα το έφεραν έτσι και από τύχη ταξιδεύω προσκεκλημένος με αφορμή τα σκίτσα μου. Μα μόνο στην τύχη του δεν αφήνω κάθε τέτοιο πολύτιμο ταξίδι. Μελετάω καλά από πριν πού θα πάω και τι θα δω. Να αυγατίσει ο πάντα περιορισμένος ταξιδιωτικός χρόνος. Να γεννήσει σκέψεις, εικόνες και –γιατί όχι;– αφορμές για νέα βιβλία και νέα ταξίδια.
Τον καιρό λοιπόν που δούλευα το σενάριο για το graphic novel Ζοrμπάς – Πράσινη πέτρα ωραιοτάτη έπεσα σε μια αναφορά του Καζαντζάκη για ένα συγκεκριμένο άγαλμα του Ροντέν, το Χέρι του θεού. Περιέγραφε μια φευγαλέα συνάντηση που είχε μπροστά του με μια άγνωστη γυναίκα. Τι χαρά!
Μόλις πριν από λίγους μήνες είχα επισκεφτεί το Μουσείο Ροντέν στο Παρίσι. Είχα σταθεί κι εγώ μπροστά σε αυτό άγαλμα. Το είχα φωτογραφίσει – μαζί με το ταμπελάκι του ως σχολαστικός μουσειάκιας που είμαι. Κι ακόμη παραπέρα το Χέρι του διαβόλου κι όλες εκείνες τις άλλες μορφές που προσπαθούν μάταια να ξεφύγουν από την πέτρα και το σκοτεινό μέταλλο, να πάρουν σχήμα στον πηλό και τον γύψο.
Τυραννισμένες φιγούρες για πάντα δέσμιες αυτής της παγωμένης προσπάθειας. Ο «άνθρωπος», ο «ανήφορος», η «γυναίκα»: οι μεγάλες ιδέες της εποχής του Νίτσε, του Καζαντζάκη στο γύρισμα του αιώνα βρίσκονταν εκεί μέσα, μισοβγαλμένες από την ύλη.
Συνεχίζοντας το διάβασμα –άλλο ταξίδι κι αυτό– βρήκα μερικά επιπλέον αποσπάσματα του Καζαντζάκη για τον γλύπτη.