Αύγουστος του 2018. Μόλις πριν από έναν χρόνο άνοιξαν τα σύνορα του Πακιστάν για τους δυτικούς τουρίστες. Είμαστε η μόνη ελληνική ομάδα που διασχίζουμε τη χώρα.
Το πρώτο που νιώθω είναι η αίσθηση συγγένειας. Το Ισλαμαμπάντ είναι «ελληνικό δημιούργημα» του γραφείου Κ. Δοξιάδη, όταν ο πρωτοπόρος πολεοδόμος προσπάθησε να πραγματοποιήσει το όραμά του για την «πόλη του μέλλοντος».
Μπαίνοντας στο Εθνολογικό Μουσείο έρχομαι φάτσα με τον Μεγαλέξανδρο σε μια τοιχογραφία. Πρώτο το όνομά του στη λίστα κληρονομιάς του Πακιστάν, μεταξύ των 16 «Μεγάλων» που πέρασαν από τη γη του.
Τριάντα χιλιόμετρα από το Ισλαμαμπάντ αισθάνομαι σε δικό μου τόπο. Τάξιλα και τρεις αρχαίες πόλεις. Εκεί που υποδέχτηκαν με δώρα τον Μεγαλέξανδρο, δηλώνοντας υποταγή. Και γεννήθηκε ένας νέος πολιτισμός από τη συνεύρεση του ινδικού βουδισμού με την ελληνική τέχνη. Η τέχνη της Γκαντάρα. Στο μουσείο ξεχωρίζει μια Αφροδίτη και νομίσματα με την απεικόνιση των Ελλήνων ηγεμόνων της περιοχής από το 305 π.Χ. έως το 50 μ.Χ.
Στο Ζουλιάν μου χαμογελάει ένας σγουρομάλλης απολλώνιος Βούδας, στην πρώτη του ανθρωπομορφική απεικόνιση. Περπατώ στην ελληνιστική Σιρκόπ με το ιπποδάμειο σύστημα ρυμοτομίας. Στο Νταρμαραζίκ χαζεύω δύο δικέφαλους αετούς σε μια στούπα, από την αποτυχημένη διδασκαλία του Απόστολου Θωμά.
Διασχίζοντας το «πέρασμα του Ινδού ποταμού» βρίσκομαι, θαρρώ, στο μακεδονικό στρατόπεδο της Μπαρικότ. Στα ερείπια των Βαζίρων και των Ώρων βλέπω τη σκόνη των υπερασπιστών τους που καταφεύγουν στην Άορνο Πέτρα. Εκεί απ’ όπου ούτε όρνις μπορούσε να περάσει, αλλά Αυτός πέρασε.
Διάβαση του Μακάντ, ανάβαση στο πέρασμα Λοβάρι, κατάβαση στην κοιλάδα των Καλάς. Και σκέφτομαι τι στο καλό γύρευε ένας Μακεδόνας εδώ, πριν από 2.500 χρόνια. Και δεν χωράει στο μυαλό μου πώς πέρασε με ολάκερο ασκέρι.
Διασχίζουμε ένα εχθρικό τοπίο. Οι ρόδες του τζιπ σύρριζα στο γκρεμό, οι άλλες χαϊδεύουν τα βράχια, όταν μια γέφυρα μας περνάει σε άλλον κόσμο. Στον κόσμο των Καλάς.