Μια μέρα μετά τον θάνατο του Ντέιβιντ Λιντς ξύπνησα με έναν κόμπο στο στομάχι. Όσο ψηνόταν ο καφές μου είδα ένα αφιέρωμα σε εκείνον. Όπως και μια συλλογή από φωτογραφίες του ανά τα χρόνια, με το Laura Palmer’s theme του Μπανταλαμέντι να παίζει. Και μια λεζάντα γεμάτη τρυφερά λόγια για το έργο του. Βούρκωσα.
Ένιωσα για πρώτη φορά έντονο πένθος για τον χαμό ενός καλλιτέχνη. Σαν να έχασα δικό μου άνθρωπο. Αυτό ήταν κάπως το κλίμα στον σινεφίλ κόσμο αυτές τις μέρες.
Χάσαμε τον άνθρωπο που βούταγε στο ασυνείδητο χαρακτήρων που έπλασε ο ίδιος. Που έλεγε ιστορίες μέσα από τα παράλογα όνειρά τους. Έτσι τον γνώρισα όταν πρωτοείδα το Mulholland Drive σε ένα σκοτεινό δωμάτιο στις τρεις τα ξημερώματα. Αγκαλιά με μια κοπέλα που δεν ήταν ακόμη φίλη, όμως ύστερα από αυτό θα γινόταν.
Εκείνη τη νύχτα, χάρη σε εκείνον, είδαμε για δυόμισι ώρες όνειρα με ορθάνοιχτα μάτια. Πώς να κοιμηθείς με αυτή την ταινία, ή έπειτα από αυτήν; Είδαμε εικόνες που μας ξάφνιασαν. Γελάσαμε με τις αμήχανες αλληλεπιδράσεις των ηρώων. Γεμίσαμε το κεφάλι μας με ερωτηματικά («ποιος, ποια είναι αυτή;», «τι σημαίνουν όλα αυτά;», «τι είναι αυτό;» «;;;»).
Και όσο άβολα κι αν νιώσαμε με την κατάσταση αυτή, τόσο άνετα νιώσαμε για πρώτη φορά με την ιδέα της ανυπαρξίας νοήματος. Ή μάλλον όχι ανυπαρξίας. Αλλά διαπίστωσης του «ξέρεις τι, αν ψάξω να βρω ένα μόνο νόημα δεν θα τα καταφέρω. Οπότε ας απολαύσω το πόσο παράλογα είναι τα πάντα και ίσως αυτό θα τα κάνει να ευθυγραμμιστούν». Έτσι στο τέλος της ταινίας, στο τελευταίο σαραντάλεπτο, αν αφεθείς, νιώθεις την κάθαρση.
Εύχομαι εκείνος στο δικό του τέλος να ένιωσε πόσο γεμάτη ζωή είχε. Αν ο σκοπός του Ντέιβιντ Λιντς ήταν να ζήσει, να ερωτευτεί, να εμπνεύσει, να αισθανθεί και να σκεφτεί μέχρι να πονέσει το κεφάλι του, να τα κατάφερε.