Χθες έψαξα το Palm Court Jazz Café στο ίντερνετ. Τώρα έχει πια ιστότοπο. Έχει βελτιώσει πολύ την κουζίνα γαστρονομικώς, έχει και λευκούς τζαζίστες να παίζουν πια.
Έχει εκμοντερνίσει και το σήμα του. Λιγόστεψαν τα βινύλια στους τοίχους, νίκησε την Κατρίνα και του φαίνεται. Και παραμένει αγαπημένο. Γιατί καταπώς φαίνεται, με το ίντερνετ το ανακάλυψαν πολλοί.
Δεν ήταν έτσι την πρώτη μου φορά στη Νέα Ορλεάνη, το 1995. Βρέθηκα στην πόλη που ονειρεύτηκα την εβδομάδα αμέσως μετά το Μαρντί Γκρα, το καρναβάλι, όταν όλα είναι πιο φτηνά. Για τη μαγεία, για την ιστορία, για τη μουσική.
Κάθε πρωί, μόλις κατέβαινα στο λόμπι για μια ακόμη βόλτα στη μαγική πόλη, σταματούσα στο σταντ με τα διαφημιστικά για να φροντίσω τη νύχτα μου: πού θα ακούσω μουσική εκείνη τη νύχτα; Μάζευα χαρτούρα, καθόμουν σε μια πολυθρόνα κι έψαχνα, έψαχνα μια ζωγραφιά ή ένα όνομα μαγικά, που να κουβαλούν το άρωμα της πόλης.
Στην είσοδο του ξενοδοχείου ήταν ο απαραίτητος Αφροαμερικανός θυρωρός με τη λιβρέα του, που, όπως φάνηκε, από νωρίς με είχε πάρει χαμπάρι. Οπότε κάποια στιγμή βαρέθηκε μάλλον να με βλέπει να πηγαίνω στα τουριστικά και ανέλαβε να με διαφωτίσει.
«Για την τζαζ ήρθατε εδώ;». «Ναι, για τη μουσική». «Περιμένετε λίγο». Ακούμπησε όρθιος σε μια προεξοχή στον τοίχο, έβγαλε χαρτί και στιλό, κάτι έγραψε. Ένα όνομα και μια διεύθυνση. «Να πάτε με ταξί. Η περιοχή δεν είναι καλή, αλλά δεν θα μετανιώσετε». Είχε δίκιο.
Πήγα στο Palm Court Jazz Café. Οι τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με σπάνια βινύλια. Η μέση ηλικία των μουσικών πρέπει να ήταν τα εβδομήντα. Ο παππούς που καθόταν στο πιάνο μου θύμιζε κάτι. Η υπέροχη κυρία που τραγουδούσε ήταν μια μπιγκ μπλακ μάμα.
Παίζανε ντίξι, παρήγγειλα κραμπ κέικ και μπίρα και κάθισα ήσυχη στη γωνία μου. Ευτυχώς ήταν κι άλλοι ήσυχοι σκέφτηκα, και μάλλον θα τη γλιτώσω. Μικρή ανόητη…