Πῶς ᾄσωμεν τήν ᾠδήν Κυρίου ἐπί γῆς ἀλλοτρίας;
(Μα πώς να τραγουδήσουμε τις ωδές του Κυρίου σε ξένη γη;)
Ψαλμός 136,4
1996, στα σύνορα Λιβερίας – Ακτής Ελεφαντοστού. Με τον Γιώργο Καπλάνη από τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα επισκεπτόμαστε το ορφανοτροφείο – σχολείο – καταφύγιο που έχει δημιουργήσει ένας Αργεντινός ιερέας της Θεολογίας της Απελευθέρωσης. Εκεί κατέληγαν πολλά παιδιά δολοφόνοι. Παιδιά κάτω των 14 χρόνων που έχουν εκπαιδευτεί στα όπλα, έχουν δολοφονήσει, έχουν εκτελέσει εν ψυχρώ, έχουν υπακούσει τις πιο ωμές και αναίτιες εντολές. Κορίτσια και αγόρια.
Ήταν δύο οι λόγοι που πήγαμε. Ο ένας η δημοσιογραφική αποστολή μου και ο δεύτερος ότι μας είχε κατασχέσει την κάμερα ο διοικητής της περιοχής. Σπουδαγμένος στο Παρίσι, είχε βαθύ (και δίκαιο;) μίσος για τους Δυτικούς. Το Ρωμιός δεν του έλεγε τίποτε. Άσε που παραείμαι άσπρη για να με πιστέψει για οτιδήποτε.
Αφού μας πρόσβαλε δεόντως, μας ανακοίνωσε ότι δεν επέτρεπε να γυρίσουμε τίποτε και πήρε την κάμερα από τον εμβρόντητο κάμεραμαν. Στη διαπίστωσή μου ότι αυτό ήταν απαράδεκτο απάντησε: «Έτσι μου φέρονταν κι εμένα στο Παρίσι». Πίστευε ότι μιλούσα για την αγένειά του και όχι για την κάμερα.
Ο παπα-Στέφανος Εστεμπάν του ορφανοτροφείου είχε κάμερα, ερασιτεχνική αλλά διαθέσιμη. Του είχε μιλήσει ο Γιώργος, είχε πει ότι θα μας τη δώσει. Ξεκινήσαμε με τη συνέντευξή του και τη συνέντευξη δύο των παιδιών, που ήταν σε θέση να μιλήσουν με άνθρωπο για όσα έζησαν. Για το γεγονός ότι τους στράτευσαν οι αντάρτες που δολοφόνησαν τους γονείς τους μπρος στα μάτια τους. Ότι έγιναν παιδιά δολοφόνοι, σκότωσαν γονείς άλλων εν ψυχρώ και έκαναν δολοφόνους τα παιδιά τους.
Τον παπούλη τον θυμάμαι 45άρη, εύσωμο, γλυκό και γελαστό. Μια κουβέντα, που τα έχει σκεπάσει όλα τα άλλα, έχει μείνει ανεξίτηλη στο μυαλό μου. Πως η μεγαλύτερή του χαρά ήταν όταν κάποιο από τα παιδιά του έβρεχε τη νύχτα το κρεβάτι του.