Στο Μανχάταν στη Νέα Υόρκη βρέθηκα τον χειμώνα του 1971 με τριάμισι δολάρια. Και έζησα εκεί τέσσερα χρόνια ως έρμαιο. Για μεγάλο χρονικό διάστημα πόζαρα ως γυμνό μοντέλο για φωτογράφους ή ζωγράφους σε art schools. Ήταν το ευκολότερο, γιατί αν σου ζητάνε άψογα αγγλικά για μια δουλειά… Τα κόκαλά μου ξαφνικά έγιναν έργο τέχνης. Κυκλοφορούσα με τις ακτινογραφίες μου υπό μάλης.
Έχω υπάρξει τρίο, δηλαδή να είμαστε δύο αγόρια κι ένα κορίτσι, όπως και να είμαι με δύο κορίτσια. Σε έναν βαθμό λειτούργησε. Από ένα σημείο και μετά κάτι γίνεται και χαλάει. Ας πούμε στην πρώτη περίπτωση κάποια στιγμή μου είπε η φίλη μου ότι δεν έβλεπε πολύ πρόθυμο τον φίλο μου που ήταν στο παιχνίδι.
Εγώ ήξερα ότι αυτός είχε δημιουργήσει μια καινούργια σχέση. Αλλά δεν ήθελα να της χαλάσω αυτό που ζούσε και της είπα ότι μπορεί να είχε κουραστεί και πως ενδέχεται να βγει από το σχήμα.
Στη δεύτερη περίπτωση στη Νέα Υόρκη ήταν δύο τύπισσες. Ξεκίνησε από τη σχέση μου με ένα μοντέλο που έφερε μαζί της μια χορεύτρια του Μερς Κάνιγχαμ. Μου λέει: «Είναι παιδική μου φίλη και μοιραζόμαστε τα πάντα». «Καταπληκτικό, τέλεια, ελάτε να μοιραστούμε κι αυτό». Κάποια στιγμή η φίλη της έμεινε έγκυος, οπότε διαλύθηκε το κόλπο.
Ο γάμος μου ήταν δώρο [σ.σ.: για να βγάλει αμερικανικό διαβατήριο] που έγινε από την Ίζαμπελ Γουόρντ. Αυτή ήταν μια εξαιρετική περίπτωση Αγγλοαμαερικανίδας. Η μαμά της Αμερικανίδα σταρ που πέθανε σε τρελοκομείο στο Λος Άντζελες, ο μπαμπάς με PhDs σε Οικονομία, Ιστορία και Φιλοσοφία στην Οξφόρδη.
Ο Άλεξ ζούσε από στοιχήματα και όταν του είπε η κόρη του πως ο γαμπρός ήταν Έλληνας, τρελάθηκε από τη χαρά του. Ήμουν ο μόνος που μόλις έλεγε «hypothesis», «dilemma», «utopia», «euphoria», τον καταλάβαινα. Μου άρεσε πολύ, γιατί ήταν πιο απατεώνας από μένα στο παιχνίδι της εξαπάτησης και της επιβίωσης.