Διαβάζω για τη σημερινή Τυφλίδα (Τμπλίσι) – μια πόλη άλλη από αυτήν όπου έζησα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ακόμη πιο όμορφη τώρα. Σήμερα ήρεμη κυλάει κι εκείνη δίπλα στο ποτάμι της. Και χαίρομαι και εύχομαι.
Όταν ήμουν εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ακούγονταν σφαίρες τα βράδια – οι αιτίες ήταν ο πόλεμος και τα μεθύσια. Το ψωμί ήταν λιγοστό, τα λαχανικά και η βότκα μπόλικα. Ακόμη πτήσεις από την Ελλάδα δεν υπήρχαν. Πήγαμε με το λεωφορείο εγώ και οι Πόντιοι που ανέβαιναν για να ψωνίσουν προκειμένου να φέρουν στη Θεσσαλονίκη εκείνες τις σοβιετικές ομορφιές: μηχανές και τηλεσκόπια και πορσελάνες και ζωγραφιστά στο χέρι ξυλόγλυπτα και παράσημα και φωτογραφίες ενός κόσμου που κατέρρεε.
Και στον δρόμο –πόσες ώρες– και στην Τυφλίδα προστάτες μου ήταν οι Πόντιοι, αλλά συμπότες μου οι Γεωργιανοί. Τι ποτήρια και τι ιεροτελεστίες με το ποτό.
Να μην τα πολυλογώ όμως. Πήγαν καλά τα ρεπορτάζ και άνοιγε και ο αεροπορικός δρόμος της επιστροφής. Η πρώτη πτήση έβερ Τυφλίδα – Θεσσαλονίκη θα έφευγε και είχα εισιτήριο. Μόνο που φτάνοντας για το αεροπλάνο μάθαμε ότι υπήρχε πρόβλημα και μάλλον δεν θα έφευγε για τουλάχιστον μια μέρα.
Στο αεροδρόμιο ήμασταν μόνο δυο ξένοι, εγώ και ένας Καναδός αρχαιολόγος που έψαχνε αν έφτασαν τα βήματα του Μεγαλέξανδρου ως εδώ. Πριν τον βρω και γίνουν οι ώρες της αναμονής μάθημα, κάθισα στο μπαρ να περιμένω. Στολές τριγύρω, έφευγαν και γύριζαν από το μέτωπο. Ο μεταφραστής μου έτρεχε να δει αν η πτήση θα έφευγε, τουλάχιστον την άλλη μέρα, κι εγώ έπινα ένα τσάι.
Ήταν δίπλα μια παρέα με έναν φαντάρο, ένα παιδί, το παιδί που έφευγε. Μες στην ησυχία μου και στις φωνές τους ήρθαν κοντά. Ήρθε ο φαντάρος δηλαδή και προσπαθούσε να με κάνει να πιώ βότκα. Το ποτήρι, πλαστικό, μπροστά, γεμάτο. «Πιες». Δεν καταλάβαινα γιατί κι αρνήθηκα δυο τρεις φορές.