Η πρώτη φορά που δούλεψα σε σχολείο ήταν το 1989 στη Φολέγανδρο. Ήταν Νοέμβρης και εγώ ήμουν 23 χρόνων. Χάραμα, στις 3.30 περίπου, αποβιβάστηκα, η μοναδική επιβάτιδα, στο έρημο λιμάνι στη Φολέγανδρο, κουβαλώντας μια βαλίτσα μεγαλύτερη από εμένα.
Μια αχνή λαμπίτσα έριχνε το ασθενικό φως της στα τσιμέντα του λιμενοβραχίονα. Και πάνω που αναρωτιόμουν από πού να φύγω τώρα, Χριστέ κι Απόστολε, πώς βρέθηκα εδώ, ένα αγροτικό μου αναβόσβησε τα φώτα. Μια γυναικεία φωνή με προέτρεψε να ρίξω τη βαλίτσα στην καρότσα και να μπω στο αμάξι. Με υποδέχτηκαν η διευθύντρια του σχολείου και κάποιος φιλότιμος κάτοικος της Χώρας.
Όταν ξημέρωσε όλα μου φάνηκαν καλύτερα. Ύστερα από τις πρώτες ημέρες γνωριμίας με συναδέλφους, παιδιά και κατοίκους, μετά το πρώτο σοκ της εγκατάστασής μου σε σπίτι χωρίς τρεχούμενο νερό και με τουαλέτα εκτός σπιτιού, ρώτησα πώς διασκεδάζουν εκεί.
Τίποτε δεν υπήρχε να δίνει σημάδια τέτοιας ζωής. Η απάντηση με άφησε με μια μεγάλη απορία. Αλλά πολύ σύντομα υιοθέτησα κι εγώ με απίστευτη λαχτάρα το ξεφάντωμα… «Παίρνουμε το λεωφορείο και κατεβαίνουμε στο Καραβοστάσι όταν έρχεται το πλοίο της γραμμής».
Πρώτη πρώτη περίμενα στην Πούντα να ξεκινήσει το σαν από ελληνική ταινία, πράσινο, μικρό λεωφορείο που τσουλούσε στον στριφογυριστό δρόμο, ανάμεσα στο σκληρό πέτρινο τοπίο και ένωνε τη Χώρα με το λιμάνι.
Άλλες φορές κάναμε το μικρό μας ταξίδι μέσα σε έναν σκληρό ήλιο –ακόμη και τον χειμώνα. Άλλες μες στην αντάρα και σε πυκνή χαμηλή νέφωση. Τα τζάμια του, θολά και βρόμικα, τις ημέρες με βροχή έκαναν το σκηνικό αγγελοπουλικό. Τα σκούπιζα για να βλέπω καλύτερα. Αλλά ορατότης μηδέν!
Οι μεταλλικές του λαβές κρύες και υγρές τον χειμώνα. Όταν άρχιζε να καλοκαιριάζει πύρωναν σαν κάρβουνα αναμμένα. Τα καθίσματα ήταν μαύρα δερμάτινα, τσακισμένα και φθαρμένα. Και ο οδηγός; Όσο κι αν προσπαθώ, μου είναι αδύνατον να φέρω στη μνήμη μου το πρόσωπό του.