Στην εισαγωγή του βιβλίου του Η εποχή των αυτοκρατοριών, ο ιστορικός Eric Hobsbawm αναφέρει ότι «υπάρχει μια ζώνη λυκόφωτος ανάμεσα στην ιστορία και τη μνήμη». Ανάμεσα στο παρελθόν που είναι μια ψυχρή ιστορική καταγραφή και το παρελθόν που είναι μια ανάμνηση του γενικότερου υπόβαθρου της ζωής μας.
Οι ζωντανές οικογενειακές αναμνήσεις ανήκουν σε αυτή την περιοχή. Για όσους βρισκόμαστε πάνω κάτω στη λεγόμενη «διάμεση ηλικία», η δεκαετία του ’40 ανήκει σε αυτήν τη ζώνη. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που μπορεί να μας ασκεί ιδιαίτερη έλξη. Όλοι μας έχουμε ακούσει ιστορίες από παππούδες και γιαγιάδες ή και τους γονείς μας για την Κατοχή. Σίγουρα πάντως για την εποχή αυτή δεν μάθαμε μόνο από τα βιβλία.
Φυσικά και η δική μου περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου είχε γεννηθεί το 1936 στην πάμφτωχη τότε Σαντορίνη. Αν και παιδάκι την περίοδο 1941-1944, βίωσε –και θυμόταν– την Κατοχή και ιδίως την ιταλική. Και μάλιστα πολύ πιο έντονα από όσο θυμόταν τη δεκαετία του ’50, την εποχή δηλαδή της εφηβείας και της πρώτης νεότητάς του. Και ο βασικός λόγος ήταν ο λιμός.
Οι αναμνήσεις από ένα νησί φτωχών αγροτών το ’50, στην προϊστορία της τουριστικής έκρηξης, συχνά είχαν και κάτι εύθυμο. Με εξαίρεση τις αφηγήσεις για τον καταστροφικό σεισμό του 1956, έλειπε το τραγικό και η μαυρίλα, παρότι ήταν ιστορίες φτώχειας.
Δεν ήταν όμως έτσι οι ιστορίες για την Κατοχή. Τίποτε εύθυμο και φολκλορικό δεν υπήρχε. Μονάχα σκληρότητα που τυπώθηκε στη μνήμη ενός πεντάχρονου τόσο έντονα που μπορούσε να την αφηγηθεί πολύ εύκολα μέχρι και τα γεράματά του. Κεντρική ανάμνηση ήταν η πείνα και το κυνήγι της τροφής. Και από τους κατακτημένους και από τους κατακτητές.
Λογικό βέβαια μια και από τα πέντε παιδάκια του παππού μου έζησαν τα δύο. Ο πατέρας και η θεία μου.