Ένα βράδυ, πώς έγινε, κάτσαμε σ’ ένα παράλιο ταβερνάκι, στη Χώρα, αμολημένα τα τραπέζια, σε απόσταση, έπαιζε κι ένα τζουκ μποξ, μας τρέλανε στις «Ζιγκοάλες», βρήκα τα νερά μου, τι τους θέλω εγώ τους ξένους, δώσ’ μου χνώτο ελληνικό να ’ρθω στα ίσα μου, απέναντί μας ένας, καπετάνιος μου φάνηκε, στο πρόσωπό του ζωγραφισμένο όλο το Αιγαίο, φουρτούνες και μπονάτσες, κολοσσός, βγαίνει μια κοπελάρα απ’ το μαγαζί, με ποτήρια και ρετσίνες στον δίσκο, αρχαϊκή κατατομή, αλαβάστρινο δέρμα, το σουλούπι της Ειρήνης Παπά, το είδωλό μου ήταν, του λέει κάτι στο αυτί, ωωωωω, μου ξεφεύγει, τι συμβαίνει, ρωτάει ο θαλασσινός από μακριά, τρέχει τίποτα, α μπα, την θαυμάζω, κόρη μου είναι, λέει, πω, πω, να την χαίρεσαι, βγαίνει κατόπι ένα παιδί, κούρος μινωικός, άλλη γοητεία αυτός, σαν τον Σπύρο Φωκά στα νιάτα του, ακόμη πιο ερωτικός, και σερβίρει, αμ τι είν’ τούτος πάλι, μα είν’ ο γιος μου, ε, τώρα τι να πω, ευλογία, αυτό που θες πες το, τι, φοβάσαι, φοβόμουν η αλήθεια, μαζεύτηκα, ζύγιζα τον κάθε λόγο, την κάθε κίνηση, πιο ύστερα ξεπορτίζει και μια κυρά με πιατέλες, αρχοντογυναίκα, άγαλμα, της χαμογελάει, κι αυτή, είν’ η κυρά μου, καλά, εσείς απ’ τα καλλιστεία βγήκατε, όλη η φαμίλια, η μάνα μου είναι Αιγύπτια, απ’ την Ισμαηλία, ο πατέρας μου απ’ το Τσιρίγο, κουρσάρικος σπόρος, η γυναίκα μου είναι ανακατεμένη κι αυτή, μισή Ρωμιά, μισή Αραπίνα, τα μπασταρδεμένα αίματα βγάζουν γούστο, τι νόμισες, για πες μου τώρα, με το χέρι στην καρδιά, γουστάρεις, λέγε τώρα που γυρίζει, γουστάρω, πώς να μη γουστάρω, ε, ποιον απ’ όλους, μολόγα, όλους, εμ, όπου φελά, παντού φελά, μου λέει, μα ποιον γουστάρεις πιο πολύ, ποιον για, του κλείνω το μάτι και τραβάω για το τραπέζι του!