Τι οδηγεί μια ιστορικό/θεωρητικό τέχνης να υιοθετήσει έναν τίτλο διάλεξης αλλά και έκθεσης –τι έκθεση άραγε;– Τέχνη χωρίς εικόνες-«εικόνες» όταν όλο της το έργο βασίζεται στην παρατήρηση και ερμηνεία της εικόνας;
Μήπως η μουσική περφόρμανς και η εικαστική περφόρμανς που εμπεριέχονται στα 3 Solos και που ήταν ιδέα και πρόταση του μουσικού Αλέξανδρου Λουλούδη προς εμένα και τον Έκτορα Μαυρίδη ή μήπως ο γραπτός λόγος ή η λευκή επιφάνεια του υπολογιστή;
Σε μια συνέντευξη παλαιότερα με είχαν ρωτήσει «σε ποια εποχή του παρελθόντος θα ήθελα να ζήσω;». Στις αρχές του 20ού αιώνα ή στη δεκαετία του ’60, είχα απαντήσει χωρίς δεύτερη σκέψη. Φυσικά η επόμενη ερώτηση που προέκυψε ήταν «γιατί;».
Αφενός γιατί είχαμε την απελευθέρωση της ζωγραφικής ύλης από το άλλοθι της αναπαράστασης με αποτέλεσμα ο στόχος της ζωγραφικής να μην είναι η παραγωγή εικόνων. Αλλά αντίθετα μια αντίσταση στις εικόνες. Δηλαδή ένα είδος εικονοκλαστικής αντίστασης ώστε να αναδειχθεί η ιδεολογική και κριτική δύναμη ως προς την αυταπάτη απάντησα. Καθώς και την επανάσταση της τεχνολογίας των αρχών του 20ού αιώνα. Αλλά και γιατί στη δεκαετία του ’60 καθίσταντο σαφείς νέες διεκδικήσεις και οι κοινωνικοί αγώνες που «συμπαρέσυραν» και την τέχνη. Η οποία «συνοδεύτηκε» από μια ακόμα τεχνολογική επανάσταση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίος ο τίτλος της ομαδικής έκθεσης που είχα επιμεληθεί με θέμα «Images-Icons» (2002) συμπλήρωσα.
Θεωρητικά ανακαλώ στη μνήμη μου τον Πιερ Σουλάζ (Pierre Soulages) που τοποθετήθηκε με την άρνηση της εικόνας στη ζωγραφική. Τον Μπιλ Βιόλα (Bill Viola) που δήλωνε πως τελείωσε η εποχή της οπτικής εικόνας. Και ό,τι άλλο είχα διαβάσει στα αφιερώματα του περιοδικού «Revue d’Esthétique» για την εικόνα τη δεκαετία του ’80 και εννοείται τον Ρολάν Μπαρτ (Roland Barthes). Παρεμφερής εξάλλου ήταν κάποια στιγμή και η εισήγησή μου για τον Νικόλαο Κάλλας (Nicolas Calas).