Μέσα Απριλίου του 2011, μουντό ανοιξιάτικο πρωινό με χλιαρό ψιλόβροχο στην Κέρκυρα. Ανοίγω το βιβλιοπωλείο, οσφραίνομαι τη μυρωδιά του χαρτιού, όπως κάθε πρωί. Παρατηρώ έντρομη ότι μια βιτρίνα έχει σπάσει και λείπει ένα βιβλίο.
Ο Καπετάν Μιχάλης του Καζαντζάκη, σκληρόδετο και άψογο, με τα χρυσά του ανάγλυφα στοιχεία, τις παλαιωμένες σελίδες του, ένα χάρμα οφθαλμών σας λέω. Μα και πανάκριβο, τριάντα ευρώ και βάλε, απλησίαστο σε όσους τα είχαν μετρημένα τα κουκιά. Τα γυαλιά παντού σκορπισμένα κι εγώ να αναρωτιέμαι γιατί ο επίδοξος κλέφτης δεν σούφρωσε και τα υπόλοιπα.
Άρα πρόκειται για δολιοφθορά με ειδοποιεί το αστυνομικό μου δαιμόνιο. Με ζώνει τότε το φοβικό μικροαστικό μου, μήπως και με έχει βάλει στόχο η μαφία του νησιού και τηλεφωνώ στην αστυνομία. Έκπληκτη μαθαίνω ότι γνωρίζουν το περιστατικό και ξέρουν και τον δράστη, αφού κάποιος νυχτερινός φύλακας χρυσοχοείου τον έκανε τσακωτό την ώρα που διέπραττε το «αποτρόπαιο» έγκλημα με τη φονική μύτη μιας ομπρέλας!
Ακολούθησε ανελέητη καταδίωξη αλά αμερικέν στα γύρω έρημα καντούνια τις πρώτες πρωινές ώρες. Μέχρι που ο φύλακας τον έχασε από τα μάτια του. Δεν σταμάτησε όμως να αλωνίζει πεισματικά το τετράγωνο με την ελπίδα ότι μέσα σε τόση ερημιά όλο και κάποια ύποπτη φιγούρα θα εμφανιζόταν.
Και πράγματι. Έρχεται μούρη με μούρη με έναν αδέξιο και αγχωμένο νεαρό, πιθανότατα φοιτητή. Τον και ακινητοποιεί πάραυτα και προχωράει σε μίνι ανάκριση.
Το σουλούπι –σκέφτηκε– ταίριαζε απόλυτα με εκείνον που είχε πάρει στο κατόπι. Οπότε καλεί την αστυνομία για να διαλευκάνει τάχιστα τη μυστήρια τούτη υπόθεση. Το όργανο, ως όφειλε, μετά την αναφορά του νυχτοφύλακα κατέγραψε καταλεπτώς τα στοιχεία του κλέφτη. Χωρίς ωστόσο το κλοπιμαίο να βρεθεί στην κατοχή του «εγκληματία» και δίχως εκείνος να ομολογήσει την «ειδεχθή» πράξη.