Για τον Νίκο Καζαντζάκη θα μπορούσαμε να μιλάμε πολύ και να γράφουμε πολλά. Όμως ένα πράγμα οφείλουμε να κάνουμε σαφές: στο έργο του εν αρχή ην η ποίηση. Γιατί ο Έλληνας λογοτέχνης ήταν πρωτίστως ποιητής που αγωνιζόταν να διαμορφώσει τον ποιητικό του χαρακτήρα και να διασώσει το γλωσσολογικό και φιλοσοφικό του ιδεώδες.
Παρά το γεγονός πως αναγνωρίστηκε μεταπολεμικά διεθνώς κυρίως με τη συγγραφή μυθιστορημάτων, ο ίδιος τα θεωρούσε πάρεργα. Γιατί δεν φιλοδοξούσε να γίνει πεζογράφος, αλλά ένας μεγάλος ποιητής. Τέτοιον θεωρούσε τον εαυτό του: έναν ποιητή των αιώνων όπως ο Όμηρος, ο Κορνάρος, ο Δάντης, ο Σαίξπηρ.
Ως ποιητής, στην πρώιμη λογοτεχνική του πορεία, συγγράφει εννιά πεζά ποιήματα ή αλλιώς ποιητικά πεζογραφήματα («Τι μου λένε οι παπαρούνες», «Μια αγάπη», «Requiem», «Νύφη», «Αιματωμένα ξημερώματα», «Η επιστροφή του ασώτου», «Δυο δάκρυα», «Νοσταλγία», «Χριστουγεννιάτικο»). Επίσης δύο ποιήματα («Σουλιώτισσα», «Δυο Ελλάδες») και πέντε σονέτα («Άσε με πάλι», «Η αμυγδαλιά», «Θερμοπύλες», «Οιδίποδας», «Τα αιώνια»).
Τη δεκαετία του 1930 δημιουργεί είκοσι ένα άσματα (canta), τις Τερτσίνες, γραμμένες κατά το δαντικό μέτρο της Θείας Κωμωδίας. Τις αφιέρωσε σε πρόσωπα που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στη ζωή και τη σκέψη του.
Στη συνέχεια, το 1938, στην ωριμότερη λογοτεχνική του περίοδο, συνθέτει ένα μνημειώδες έργο ως θεματική συνέχεια της Οδύσσειας του Ομήρου. Το έπος του Οδύσ[σ]εια (με τους 33.333 δεκαεπτασύλλαβους στίχους). Συχνά χαρακτηρίζεται ως «το μεγαλύτερο έπος της λευκής φυλής».
Αξίζει να σημειωθεί πως ο ίδιος ο λογοτέχνης θεωρεί το έπος αυτό ως το Έργο του. Δηλώνοντας εμφατικά ότι ακόμη και αν καταστρεφόταν όλο του το έργο, αν γινόταν μια καταστροφή και δεν έμενε τίποτε εκτός από την Οδύσ[σ]εια, ο ίδιος θα θεωρούσε το έργο του σωσμένο.