Ηταν πριν από αρκετά χρόνια όταν ο Θάνος κανόνισε να έρθουν στο βουνό για να μας παίξουν γκάιντα και νταχαρέ τα παιδιά από τον Βώλακα. Nα ακούσουμε ρυθμούς και μελωδίες που δονούν τους γηγενείς για αιώνες. Ζεστά χαμόγελα και ευγένεια. Ο Μάρκος, η Βαγγελιώ και ο Πέτρος.
Άναψαν οι φωτιές και δεν μπορώ να ξεχάσω την εικόνα να «ψήνουν» τους νταχαρέδες στις φλόγες για να τεντώσει το δέρμα. Φούσκωσε η γκάιντα και ένα αργό μοιρολόι αντηχούσε στην κοιλάδα και την ψυχή μας. Ένιωσα μια ανεξήγητη σύνδεση. Άνοιξε μια καινούργια πύλη και ένα αρχέγονο φως πλημμύρισε την αστική μου συνείδηση.
Ο ήλιος έδυε κι ενώ φυσούσε το ψυχρό αγιάζι, βγήκαν μέσα από τις φλόγες οι νταχαρέδες και πήρε φωτιά το σούρουπο. Λέκα, τέσκα, μπαϊντούσκα και η καρδιά μας χτυπούσε στους ρυθμούς της γης, στους ρυθμούς των προγόνων μας. Προσπαθούσα μέσα μου να αναγνωρίσω τους ρυθμούς… 7/8, 3/4.
Κάποιες φορές όμως το μέτρο έκλεινε, είτε λίγο πριν είτε λίγο μετά, και δεν μπορούσα να συντονιστώ. Άφησα για λίγο τους αριθμούς και αφέθηκα στη δίνη του ρυθμού. Σταδιακά αποδεχόμουν πως μάλλον δεν είμαστε φτιαγμένοι για να μετράμε σαν μηχανές. Σκεφτόμουν πως ο μετρονόμος έχει ηλικία λίγους αιώνες. Ενώ η μουσική χιλιετηρίδες. Στο πέρασμα του χρόνου το μέτρο κλειδώνει εκεί που νιώθει καλά η ψυχή μας.
Έτσι οι ώρες πέρασαν χωρίς να το καταλάβω. Το αντάμωμα έκλεισε με έναν απρόσμενο σουρεάλ διάλογο, για να συνειδητοποιήσω περισσότερο τη δύναμη του βιώματος.
Σε μια παύση ακούω τον Μάρκο να ρωτάει: «Μήπως να παίξουμε ακόμη ένα πεντάρι και μετά να φύγουμε;». Με τον Πέτρο να απαντά: «Δυστυχώς αργήσαμε».
Πετάγομαι αυθόρμητα και λέω: «Άντε, ρε παιδιά, παίξτε αυτό το πεντάρι που είπες και μετά φεύγετε» – εννοώντας σε ρυθμό 5/8. Με κοιτάει με απορία ο Μάρκος και λέει: «Εγώ δεν είπα πεντάρι».