Χωρίς περιστροφές και αναλύσεις θα σας πω μια ιστορία που έλαβε χώρα το 1992 και στάθηκε η αφορμή να διακόψω την «εργασία» μου ως τραγουδιστή και να γλιστρήσω στο σκοτάδι για πάνω από είκοσι χρόνια.
Αφού είχα εξαντλήσει όλες τις «καλλιτεχνικές» μου δυνάμεις στο να θέλω να έχω τον έλεγχο στο τι τραγουδάω, αντιστεκόμενος σε ένα σύστημα που με ήθελε αναπτήρα μιας χρήσεως –τελειώνει, τον πετάς, ο επόμενος– και το οποίο βεβαίως με κατατρόπωσε, αφού το πάλεψα δονκιχωτικά θα έλεγα καμιά δεκαριά χρόνια, έφτασα να έχω σοβαρό οικονομικό πρόβλημα. Εφόσον δεν έκανα –ή δεν έμαθα τίποτε άλλο– παρά μόνο να τραγουδάω. Έχοντας μια οικογένεια με δυο μικρά παιδιά και τη σύζυγο μέχρι τότε να μην εξασκεί την τέχνη της λόγω των παιδιών…
Βρέθηκε λοιπόν τότε ένας μαέστρος με τον οποίο συνεργαζόμασταν κάποτε σε νυχτερινό κέντρο και μου τηλεφώνησε λέγοντάς μου: «Θέμη, η… (μεγάλη λαϊκή φίρμα) σε θέλει να πας να τραγουδήσεις μαζί της».
– Αλήθεια; Πού και τι;
– Στην… (ένα μέρος που μόνον σκυλάδικα είχε).
– Τι να κάνω ρε συ εκεί εγώ; Δεν είμαι ο κατάλληλος.
– Ρε μην είσαι βλάκας. Θα έρχεσαι δέκα λεπτά πριν, θα τραγουδάς μισή ώρα, θα τελειώνεις και θα φεύγεις. Σου έχουμε και μπαλέτο. Θα λες «Είμαι πολύ ωραίος» κι έφυγες. Τι λεφτά θέλεις;
Σκέφτομαι, θα του πω ένα μεγάλο ποσό για την εποχή προκειμένου να μου πει ότι δεν γίνεται, να γλιτώσω. Του το λέω και μου απαντά: «Ναι!». «ΟΚ, αλλά τα λεφτά μπροστά» του απαντώ.
Έρχεται την άλλη μέρα ο «επιχειρηματίας» και μου δίνει μια επιταγή –«πέτσινη» θα ήτανε– και περιμένω να κάνω πρόβα. «Θέμη, έλα αύριο να κάνεις πρόβα».
Ετοιμάζομαι την επομένη και είμαι πολύ ανήσυχος. Ρωτάω τη σύζυγό μου την Άννα: «Πού είναι η επιταγή;». Μου τη δίνει και τη βάζω στην τσέπη μου.