Αν ήταν από μια μεριά ο συγχωρεμένος ο Τεμπέλης (Μιχάλης Νομικός) λίγες μέρες πριν, στα σκαλοπάτια έξω από την περίφημη ταβέρνα του στο Βροντάδο της Σύρας, το πιθανότερο θα ήταν να τον «πιάσουν οι γρουσουζιές του» με τέτοια λαοθάλασσα που μαζεύτηκε. Πολύ φοβάμαι ότι θα μοίραζε δεξιά κι αριστερά τα γνωστά «κοσμητικά» του επίθετα, που ήταν το σήμα κατατεθέν του.
Όλος αυτός ο λαός συγκεντρώθηκε με αφορμή την έναρξή του 8ου Φεστιβάλ Ρεμπέτικου. Οι διοργανωτές του εμπνευσμένα αποφάσισαν να ξεκινήσει φέτος από την παλιά ταβέρνα του Τεμπέλη.
Ο Τεμπέλης για τη γενιά τη δικιά μου υπήρξε ένας αυθεντικά λαϊκός ήρωας των φοιτητικών μας χρόνων. Και της νιότης μας ολόκληρης. Μια αριστοφανική φιγούρα σε σύγχρονη έκδοση. Το καλαμπούρια και οι πλάκες που του σκαρώναμε ήταν για μας το αλατοπίπερο των φτωχικών εκείνων χρόνων. Ο Μιχάλης ήταν πολύ αθυρόστομος, μα όχι βωμολόχος.
Στην καθαρή και ατόφια λαϊκή ψυχή κρύβεται η διαφορά. Μας έσερνε τα εξ αμάξης κάθε βράδυ, αλλά στα αυτιά μας ηχούσαν σαν ερωτικό τραγούδι. Μιλούσε γρήγορα με αυτό το ιδιαίτερο πνιχτό ηχόχρωμα της φωνής του, σαν να είχε άγχος μήπως κάνει κάποιο συντακτικό λάθος και τον παρεξηγήσουμε εμείς οι «δήθεν μορφωμένοι». Α, ρε Μιχάλη. Πού να ’ξερες ότι η «μόρφωσή» μας δεν έπιανε μία μπροστά στη δική σου λαϊκή σοφία.
Το ταβερνάκι άνοιξε το 1890 ο πατέρας του Μιχάλη, ο Νικολής. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50 πέρασε στα δικά του χέρια. Έκλεισε οριστικά το 2000. Ο γιος του ο Λευτέρης και ο εγγονός του αποφάσισαν πέρυσι να το επαναφέρουν στην τότε μορφή του για να τιμήσουν τον Μιχάλη και τη γυναίκα του, τη Ρουλιώ (Μαρουλιώ). Δεν λειτουργεί ούτε ως ταβέρνα ούτε ως μουσείο, αν και θα έπρεπε. Με μεράκι και μνήμες αποκατέστησαν το ταβερνάκι για το κέφι τους και μόνο.