H οικογένεια του παππού Νίκου Γρίλλη, φεύγοντας από τα Βουρλά της Σμύρνης σαν πρόσφυγες, έμεινε για κάποιο διάστημα στη Νάξο. Περίπου το 1935-1940 ήρθαν στην Αθήνα, στον Ταύρο. Ωστόσο δεν έμειναν στα Προσφυγικά του Ταύρου, όπως οι περισσότεροι πρόσφυγες εκείνη την εποχή, αλλά αγόρασαν ένα οικόπεδο και έχτισαν μια παράγκα. Εδώ ακριβώς που είναι μέχρι και σήμερα το μαγαζί.
Ο παππούς άρχισε να πουλάει κρασί, με ένα μόνο βαρέλι, το 1967. Στο πίσω μέρος του οικοπέδου υπήρχε μια αυλή με πολλά μικρά δωμάτια τα οποία νοικιάζονταν. Σε ένα από αυτά ήταν και το βαρέλι με το κρασί. Έρχονταν οι πελάτες και γέμιζαν την νταμιτζάνα τους. Έτσι άρχισε να διαδίδεται η φήμη στην ευρύτερη περιοχή του Ταύρου ότι ο Γρίλλης φέρνει καλό κρασί από τα Μεσόγεια.
Ο παππούς για να επιβιώσει ήταν συγχρόνως τσαγκάρης (στον ίδιο χώρο), ενώ το καλοκαίρι έκανε τον μανάβη. Σιγά σιγά αναπτύχθηκε το κρασοπουλειό, έβαλαν δυο τρία τραπεζάκια και η γιαγιά Καλλιόπη έφτιαχνε μπακαλιαράκια τηγανητά και κεφτέδες για μεζέ. Μαγείρευε σε ένα κουζινάκι που ήταν στο πίσω μέρος του οικοπέδου μαζί με το σπίτι τους. Όταν έβρεχε, το μαγαζί έσταζε και ο κόσμος άνοιγε ομπρέλες και έτρωγε. Στη στόφα οι πελάτες έψηναν το ψωμί τους, ενώ έβαζαν μόνοι τους κρασί από το βαρέλι. Μαζί τους έπινε και ο παππούς. Στο τέλος δεν ήξερε τι τους χρέωνε!
Το 1977 ενώθηκαν τα δωματιάκια και έγινε η πρώτη ταβέρνα. Τότε ήταν που την ανέλαβαν οι γονείς μας Γιάννης και Ξένη. Όταν έφυγε από τη ζωή η γιαγιά Καλλιόπη, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ανέλαβε την κουζίνα η μητέρα μας – σαν νύφη πια. Οι γονείς μας γνωρίστηκαν στο κρασοπουλειό, αφού η μητέρα μας αγόραζε κρασί για τον πατέρα της. Μια θεία της ήταν αυτή που την έμαθε να μαγειρεύει και τους στήριξε πολύ.