Η οικογένειά μου δεν είχε καμιά σχέση με το εμπόριο. Εγώ σπούδασα φυσικοθεραπευτής. Έκανα και άλλες δουλειές στην πορεία. Κάποια στιγμή μου προέκυψε μια ιδέα: να αναζητήσουμε τοπικά προϊόντα Ελλάδας και να τα πουλάμε στη Σύρο. Δεν θα είχε πολύ ενδιαφέρον; Το συζητήσαμε οικογενειακώς και γελάσαμε όλοι.
Το 1994 σε ένα στενάκι στην Ερμούπολη νοικιαζόταν ένα μικρό μαγαζί. Ρώτησα –για πλάκα– και ο ιδιοκτήτης μου ζήτησε 300.000 δρχ. για ενοίκιο. Για να το αποφύγω του είπα: «Εάν ήταν εκατό, θα το έπαιρνα». Ύστερα από δυο μήνες μου λέει: «Σου το δίνω εκατό». Επειδή όταν πω κάτι δεν το αναιρώ ποτέ, το νοίκιασα.
Άρχισα τότε να ταξιδεύω σε όλη τη χώρα, χωριό χωριό, με ένα «αρχαίο» αυτοκινητάκι που είχα, χωρίς να ξέρω τι παράγει κάθε τόπος. Πήγαινα στο κεντρικό καφενείο και ρωτούσα: «Τι φτιάχνετε;», «εσύ από πού παίρνεις για το σπίτι σου χυλόπιτες;». Έβρισκα τα προϊόντα, τα έβαζα στο αμάξι και έφευγα. Θυμάμαι στο δημοτικό ψυγείο του Τυρνάβου οκτώ η ώρα το πρωί να δοκιμάζω φέτες.
Έτσι συγκέντρωσα κάποια προϊόντα. Αρκετά ήταν από την Κρήτη, μιας και είναι η σύζυγός μου από εκεί. Ακόμη και τώρα έχω στο μαγαζί τα παξιμάδια του πεθερού μου, τη ρακή του κουνιάδου μου. Χωρίς να το συνειδητοποιήσω είχα συγκεντρώσει τα πιο ποιοτικά προϊόντα κάθε περιοχής. Μπακλαβαδάκια από τα Γιάννενα, γλυκά του κουταλιού από τη Χίο, τσίπουρο από τον Τύρναβο, ελιές, όσπρια. Δεν είχα ούτε αποθήκη. Ένα μαγαζάκι 39 τ.μ. ήταν με ένα μικρό πατάρι. Οι πωλήσεις λιγοστές, ίσα ίσα για την επιβίωση. Τα βράδια έκανα ενέσεις, παρακολουθούσα και έναν δύο ασθενείς με εγκεφαλικό. Τα έκανα όλα.
Εκείνη την εποχή υπήρχε άνοδος των εισαγόμενων προϊόντων. Η ελληνική παραγωγή ήταν παραγκωνισμένη. Άρχισαν να εξαπλώνονται και τα μεγάλα σουπερμάρκετ. Εγώ πήγα τελείως αντίθετα στο ρεύμα.