Λάγος Νιγηρία 1981. Το «Γιάννης Μ», ύστερα από αρκετές ημέρες αρόδο, είναι στον ντόκο, στο Λάγος. Αύγουστος μήνας και η ζέστη μαζί με τη δυσοσμία αφόρητη.
Ωστόσο σε έναν υποστεγασμένο εξώστη στο ακομοδέσιο βγήκα από την καμπίνα κρατώντας μια κούπα καφέ. Ήθελα να έχω μια εικόνα από τη ζωή της προκυμαίας μιας πολύ άγνωστης για μένα χώρας.
Καθισμένη σε βολικό παγκάκι και βυθισμένη στην παρατήρηση ενός αλλιώτικου κόσμου –φοβισμένη από διηγήσεις παλιών ναυτικών–, ήμουν αρκετά σαστισμένη. Αλλά καθόλου προκατειλημμένη.
Ήξερα πως στα βλέμματα των ανθρώπων συναντάς τις ευλογίες και τους παιδεμούς της ζήσης τους. Αυτό που έβλεπα ξεπερνούσε εικόνες, αναγνώσματα και διηγήσεις. Γυάλινα, απογυμνωμένα από ελπίδα μάτια. Πρόσωπα χωρίς ίχνος χαράς, βυθισμένα σε απόγνωση. Μυριάδες μύγες βούιζαν γύρω τους και αποστράγγιζαν και την τελευταία τους δύναμη. Δεν σάλευε καν το χέρι να αποδιώξει τα έντομα.
Μόνη νότα αισιοδοξίας τα πολύχρωμα καφτάνια πάνω στα λεπτόσαρκα από την πείνα γυναικεία σώματα. Αντίθεση ομορφιάς στη δύσκολη ζωή τους και στον δύσοσμο, λερό ντόκο. Εντυπωσιακά χειροποίητα καλάθια στερεωμένα στο κεφάλι, χωρίς ελπίδα, μετέφεραν καρύδες μπανάνες και αράπικα φιστίκια προς πώληση. Σε μάρσιππο στην πλάτη κουβαλούσαν τα παιδιά τους.
Ο καφές στάθηκε σαν κόμπος στον λαιμό μου, όταν με χέρια απλωμένα ψηλά, απέλπιδες, ζητούσαν αγοραστές ανάμεσα στους ενοίκους της «ευμάρειας» των ελληνικών πλοίων του ντόκου.
Ανασηκώθηκα αμήχανη. Τα απλωμένα χέρια, οιμωγές σε ανίσχυρο συνάνθρωπό τους, αλλά μάλλον η κίνησή μου γέννησε μια αμυδρή ελπίδα. Έτρεξα πανικόβλητη στην καμπίνα. Χρειάστηκα λίγο χρόνο για να συνειδητοποιήσω την ένδεια. Έτρεξα φοβισμένη, ασύγγνωστα, λες κι η ακραία φτώχεια είναι κολλητική.
Συνήλθα γρήγορα. Μηχανικά άδειασα ό,τι «ωφέλιμο» είχα. Δυστυχώς λίγα τα τρόφιμα μιας και η διατροφή μας ήταν αρμοδιότητα του καλοσυνάτου μάγειρα του πλοίου.