Πριν από τριάντα χρόνια, λίγο μετά την Πρωτοχρονιά του 1994, βρισκόμουν στη Γερμανία. Δούλευα σε ένα ελληνικό εστιατόριο στο Lutherstadt Eisleben, μια πόλη με λιγότερους από 30.000 κατοίκους τότε, στην πρώην Ανατολική Γερμανία, κοντά στη Λειψία. Εκεί γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Λούθηρος, εξ ου και το όνομά της.
Δουλειά μου ήταν να ετοιμάζω τα ποτά και να βοηθώ στο σερβίρισμα. Ευγενικοί άνθρωποι οι πελάτες του μαγαζιού. Καλά ήταν. Ίσως η μοναδική δύσκολη στιγμή ήταν όταν μας «επισκέφτηκε» ο νεοναζί της περιοχής για να μας πει πως ο προορισμός μας, ως κατώτερης φυλής, είναι να τους υπηρετούμε. Αλλά σε αυτόν δείξαμε από νωρίς την πόρτα και ξεμπερδέψαμε.
Τις Κυριακές τα βράδια είχαμε ελάχιστους πελάτες. Η επόμενη ημέρα ήταν εργάσιμη και στη Γερμανία οι περισσότεροι κλείνονταν νωρίς στο σπίτι. Από τις εννιά περίπου το μαγαζί ερήμωνε. Κάποια Κυριακή, κόντευε εννιά, μπαίνει στο μαγαζί ένας ηλικιωμένος κύριος. Περπατάει στους διαδρόμους και ψάχνει πού θα καθίσει σε ένα άδειο εστιατόριο. Επιλέγει ένα απομονωμένο τραπέζι.
«Πες του να έρθει να καθίσει εδώ μπροστά» λέω στον σερβιτόρο που ετοιμάζεται να του πάει το μενού. «Καλύτερο τραπέζι, μην είναι και μόνος του ο άνθρωπος».
Ο σερβιτόρος επιστρέφοντας μου λέει πως του αρνήθηκε ευγενικά να μετακινηθεί και δίνει την παραγγελία: «Ein Bitefki, ein Bier, ein Ouzo». Από το παραθυράκι της κουζίνας ακούγεται ο βοηθός: «Τι είναι το bitefki;». «Μπιφτέκι ρε. Τόσο καιρό στη Γερμανία και ακόμη να μάθεις γερμανικά;».
Η παραγγελία πηγαίνει, ο άνθρωπός μας, ο παππούς όπως θα τον λέμε στη συνέχεια, τρώει, πίνει και φωνάζει τον σερβιτόρο. Δίνει δεύτερη παραγγελία: «Ein Bitefki, ein Bier, ein Ouzo». Παραγγέλνει άλλες τρεις τέσσερις φορές μόνο «ein Bier, ein Ouzo». Την επόμενη φορά λέω στον σερβιτόρο: «Εξήγησε στον άνθρωπο πως δεν πίνουμε μαζί μπίρα με ούζο. Θα μας πάθει τίποτε».