Αλλοι διάβαζαν για τη σπηλιά του Ali Baba και εγώ το 2007 σκεφτόμουν το Erebor και τον δράκο του Τόλκιν (J. R. R. Tolkien). Στην τελική κάπου στον Μεσαίωνα έγιναν very famous οι δράκοι. Ουδείς φυσικά μπορούσε να με διαβεβαιώσει ότι ο πύργος του Σεντ Ομέρ στη Θήβα ήταν χωρίς δράκο. Η Θήβα άλλωστε είχε κάποτε τον δράκο της στη Δίρκη. Ασχέτως εάν τον έφαγε μπαμπέσικα ο Κάδμος.
Μπροστά μας όμως είχαμε 50 γεμάτα, ασήκωτα και μεγάλα ξύλινα κιβώτια, χωρίς δράκο. Καθόλου χώρος για ελιγμούς ή τρόπος να μπει κάποιο μηχάνημα εκεί μέσα. Ζήλεψα τους αρχαίους για την εφευρετικότητά τους. Τότε πάντως ζήλευα και όποιον είχε στη διάθεσή του αλουμινένια σκάλα της προκοπής.
Ο χρόνος κύλαγε και βιαζόμασταν να μεταφέρουμε τις αρχαιότητες. «Έχετε έναν μήνα». Θεϊκά προγράμματα. Παράλληλα εκτελούσαμε μεταφορές από και προς άλλες αποθήκες μας. Χρειαζόμασταν χώρο για να αποθηκευτούν τα ευρήματα που θα κατεβάζαμε.
«Ας φύγουν τα μπροστινά κιβώτια να μπορέσουμε να πατήσουμε και βλέπουμε» μου λέει ο Κώστας Μιμηγιάννης, εργατοτεχνίτης και πατριωτάκι από την Αιτωλοακαρνανία. «Άντε, βρε Κώστα, βρες μια σκάλα, πάρε και τον Παναγιώτη και βλέπουμε».
Πού να φτάσουν όμως δυο ζευγάρια χέρια και πού να βρούμε δεύτερο αυτοκίνητο για τις μεταφορές, εκτός από το βανάκι του Κώστα; Η λύση δόθηκε από τη συνεργασία με έναν τοπικό εργολάβο, τον Βαγγέλη Σιδεριά, με τον οποίο συνήθως σφαζόμασταν –με την καλή έννοια– σε εκσκαφές έργων. Έτσι αποκτήσαμε ένα αγροτικό και τρία παλικάρια ακόμη για κουβάλημα.
Άγχος μου, το περιεχόμενο των κιβωτίων. Δεν είχαμε καμία ιδέα τι περιείχαν ακριβώς, αλλά και το κατά πόσο θα αντέξει το ξύλινο μεσοπάτωμα. Ή ακόμη και εάν θα καταλήγαμε στο υπόγειο του πύργου παρέα με μουμιοποιημένα ποντίκια και περιστέρια. Σηκώσαμε μανίκια και ο Παναγιώτης Ροχάλης σκαρφάλωσε στο ψηλότερα τοποθετημένο κιβώτιο. Με τη βοήθεια ενός λοστού το άνοιξε.