Φοιτητάκι ήμουν. Και δεν το λέω υποτιμητικά. Νιώθαμε ενήλικες τότε αλλά αντικειμενικά δεν ήμασταν. Θα το μάθαινα αργότερα.
Φοιτητάκι λοιπόν και βρέθηκα στην πρώτη μου ανασκαφή, πρώτη μέρα. Σε έναν αρχαιολογικό χώρο κάπου στο Hamshire, στη νότια Αγγλία, το Silchester. Η πόλη κελτική αρχικά και μετά ρωμαϊκή, με το εκλατινισμένο όνομα Calleva Atrebatum. Επί της ουσίας η «καλύβα» της φυλής των Ατρεβάτων.
Μεγάλης έκτασης η ανασκαφή και ως πανεπιστημιακή να πηγαίνει με αργούς ρυθμούς. Μαζί με όλους πήρα κι εγώ τη θέση μου σε μια άκρη του χώρου και άρχισα με το μυστρί να σκάβω απαλά το χώμα. Μια στο τόσο, δεξιά κι αριστερά, οι άλλοι φοιτητές να ξεθάβουν μικροευρήματα. Ένα καρφί εδώ, ένα μεταλλικό αντικείμενο εκεί, κομμάτια σπασμένων αγγείων, μέχρι κι ένα νόμισμα ένας τυχερός λίγο πιο κει.
Ναι, δεν σκάβουμε ΓΙΑ ΝΑ βρούμε. Αλλά η χαρά του νεαρού φοιτητή αρχαιολογίας, που πρώτη φορά βρίσκεται να σκάβει το χώμα και να ανακαλύπτει τη μαγεία της ανασκαφής, είναι να βρει έστω κάτι. Τίποτε εγώ. Κανένα ανασκαφικό εύρημα. Να ξύνω απαλά και προσεκτικά το χώμα και τίποτε.
Η πρώτη μέρα πέρασε έτσι. Όχι απλώς έτσι. Αγγλία γαρ. Κάποια στιγμή ξεκίνησε να βρέχει. Τι κι αν ήταν τέλη Ιουλίου; Η βροχή να πέφτει απαλά και αργά, βρετανικά, κι εμείς να σκάβουμε με παχιά μπουφάν και με κουκούλες.
Ώσπου ξαφνικά πιάνει νεροποντή. Τότε μόνο μας έβγαλαν από τον αρχαιολογικό χώρο για να μην πάρουμε τον μισό χώρο κολλημένο στις μπότες μας. Wellies. Wellington boots μου είχαν πει να πάρω. Εκείνες τις πλαστικές μεγάλες μπότες κηπουρικής. Δεν ήξερα ότι έτσι τις έλεγαν.
Αλλά αυτή δεν ήταν μοναδική φορά που η έλλειψη πλούσιου λεξιλογίου με δυσκόλεψε σε εκείνη την ανασκαφή. Την επόμενη μέρα ξανά το ίδιο μοτίβο. Εγώ στο κομμάτι που μου είχε ανατεθεί να σκάβω αργά και προσεκτικά, ελπίζοντας στο πρώτο μου ανασκαφικό εύρημα.