Η φωτογραφία με τα δύο παγόνια τραβήχτηκε αρκετά χρόνια πριν κατά τη διάρκεια ενός περιπάτου γύρω από μια τεχνητή λίμνη, η οποία βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα μακριά από το χωριό μου, στους πρόποδες του Ψηλορείτη στην Κρήτη.
Η ώρα είναι έξι το πρωί και έχει αρχίσει να χαράζει. Είναι Ιανουάριος. Οι μακρινές βουνοπλαγιές έχουν ήδη ασπρίσει από το χιόνι που έπεφτε όλο το βράδυ.
Επικρατεί σιωπή· το νερό στη λίμνη μοιάζει ακίνητο. Ξαφνικά ακούγεται ένας μικρός θόρυβος μέσα από τα καλάμια. Πλησιάζω και βλέπω ένα θηλυκό παγόνι να αναζητά τροφή στις παρυφές του παραλίμνιου βάλτου. Με προσπερνάει και αρχίζει να βαδίζει στο μονοπάτι. Το ακολουθώ αργά ψάχνοντας με τα παγωμένα μου χέρια να βρω τη φωτογραφική μηχανή μες στην τσάντα.
Σε μια στιγμή σταματά. Με κοιτάζει κάπως ενοχλημένο και με μια κίνηση πηδά πάνω στην ξύλινη περίφραξη της λίμνης, δείχνοντάς μου ότι ο κοινός μας περίπατος έχει λάβει τέλος. Σταματάω. Σκύβω στο έδαφος και προσπαθώ να κερδίσω κάποια επιπλέον δευτερόλεπτα μαζί του.
Βάζω το σκόπευτρο της μηχανής στο μάτι μου. Προσπαθώ να εστιάσω για να βγάλω τη φωτογραφία. Ξαφνικά ακούω ένα έντονο και τρομακτικό φτερούγισμα δίπλα μου. Παγώνω στιγμιαία από τον φόβο μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι ένα αρσενικό παγόνι έχει πηδήξει κυριολεκτικά από πάνω μου για να βρεθεί ανάμεσα σ’ εμένα και στο ταίρι του.