Η στιγμή που ένας μπαλαμός κοιτάζει στα μάτια και παρατηρεί έναν Ρομά, ενώ ένας Ρομά αναρωτιέται αν υπάρχει μια κάποια ελπίδα εμπιστοσύνης, φαίνεται να αργεί ακόμα να χάσει την έντασή της.
Έχω βρεθεί αμέτρητες φορές σε αυτήν τη θέση. Έχω πλησιάσει Ρομά για να αγοράσω καρπούζι, για το χρώμα των ρούχων τους, για τα δαχτυλίδια στα δάχτυλα των γυναικών τους, για το χρώμα του δέρματός τους, για τα όμορφα παιδιά τους, για την εντύπωση ελευθερίας που μου απέπνεαν. Επίσης, πλησίασα τους Ρομά και την κοινωνία τους για να κάνω κάποια μικρή ταινία που θα πληρωνόμουν γι’ αυτήν.
Αντίθετα, όσες φορές με πλησίασε κάποιος από αυτούς ήταν για τρεις λόγους. Είτε για να μου πουν τη «μοίρα» μου είτε για να μου πουλήσουν ένα λουλούδι είτε για να με ρωτήσει κάποιος αν έχω καμιά παλιατζούρα να φορτώσει στο φορτηγό.
Οι Ρομά έπαιξαν για μένα τον απλοϊκό ρόλο του Άλλου, του διαφορετικού, του επαναλαμβανόμενα παραβατικού, του εντελώς αγράμματου. Του βρώμικου με το χαμηλό προσδόκιμο ζωής και την υψηλή βρεφική θνησιμότητα. Του περιπλανώμενου νομάδα, δίχως γραμμένη γλώσσα και κείμενα.
Οι Ρομά για μένα ήταν το μεγάλο αίνιγμα των δρόμων της πόλης, απείρως περιπλοκότερο από τους ουσιοεξαρτημένους, τους αστυνομικούς, τους περιπτεράδες ή τη μακαρίτισσα πλέον τη «Φτερού», για όποιον ξέρει ή θυμάται.
Τον Οκτώβρη του 2021, η αστυνομία δολοφόνησε ένα δεκαοκτάχρονο αγόρι. Αυτό το παιδί μεγάλωσε χωρίς νερό και ρεύμα, σε μια κακοτράχαλη περιοχή, πίσω από τη Μαγούλα και τον Ασπρόπυργο.
Σε κάποια από τις εξορμήσεις του στον «πολιτισμό», μια ομάδα καταδρομέων αστυνομικών τον γάζωσε στη θέση του συνοδηγού κάποιου κλεμμένου αυτοκινήτου.
Η γνωριμία μου με την Αλεξάνδρα, τη δικηγόρο που ανέλαβε να ζητήσει τις ευθύνες της πολιτείας για τη δολοφονία του νεαρού Νίκου με οδήγησε στη Νέα Ζωή, στον οικισμό όπου ζουν οι Σαμπάνηδες.