Οταν πάω στο χωριό μου ασχολούμαι με το ραδιόφωνο. Σκαλίζω τα κουμπιά του. Στην ουσία το παρελθόν. Στιγμές που ξεχάστηκαν ή χώθηκαν σε μια άκρη εμφανίζονται.
«Καλημέρα σας, παιδιά, τράλαλα τράλαλα»… μόνιμη συντροφιά η Θεία Λένα. Άλλοτε πάλι, τα καλοκαίρια, την ώρα που βελονιάζαμε τον καπνό, κολλούσαμε το αυτί μας επάνω στο μαγικό κουτί.
«Σκάστε, αρχίζει» φώναζε η θεία. Το σπίτι των ανέμων, άλλη μόνιμη συντροφιά· η αγωνία στο κατακόρυφο. Αλίμονο αν κάναμε φασαρία εκείνη τη στιγμή. Η παντόφλα εκσφενδονιζόταν με ταχύτητα φωτός.
Κάθε Κυριακή το ραδιόφωνο είχε την τιμητική του. Προτίμηση η φωνή του Καζαντζίδη. Το ψωμί της ξενιτιάς στη διαπασών. Ο πατέρας μετανάστης στη Γερμανία. Αυτός μας έφερε ακόμη μεγαλύτερο ραδιόφωνο.
«Αν μπορείτε, να πιάνετε ξένους σταθμούς. Στην Ελλάδα δεν λένε την αλήθεια» έλεγε ο θείος ψιθυριστά. «Η χούντα δεν το επιτρέπει». Εγώ εκεί, να ακούω τις κουβέντες των μεγάλων. «Τι είναι χούντα, θείο;». «Σκάσε εσύ και μην ξαναπείς αυτήν τη λέξη, θα σου κόψω τη γλώσσα», η μαμά.
Μια φορά το ραδιόφωνο χάλασε. Απελπισία. Με τον παππού, τη μαμά και το ραδιόφωνο αγκαλιά πήραμε το λεωφορείο για τη Δράμα. Ο οδηγός έβαλε τη μηχανή να ζεσταθεί. Μετά έβγαλε μια τσατσάρα και χτένισε τα μαλλιά του, ενώ την ίδια ώρα τα έσιαζε με το χέρι του. Η χωρίστρα έπρεπε να είναι αλφάδι.
Ξεκινήσαμε. Έβαλε ραδιόφωνο. Ο παππούς, μαζί με άλλους, άναψε τσιγάρο. Φωνές, κλάματα, τσιρίδες ακούστηκαν ξαφνικά απέξω. Το λεωφορείο σταμάτησε. Η μητέρα της Μαργαρίτας έφτασε τρέχοντας. «Γρήγορα πάρτε την κόρη μου, ήπιε χλωρίνη. Καίγεται!».
Όρθιοι όλοι, η Μαργαρίτα ούρλιαζε. Στο ραδιόφωνο ο Καζαντζίδης τραγουδούσε «Θεέ μου, τη δεύτερη φορά, που θα ’ρθω για να ζήσω, όσο η καρδιά κι αν αγαπά δεν θα ξαναγαπήσω». Το λεωφορείο ξεκίνησε με φόρα, η Μαργαρίτα βογκούσε.
«Γιατί;» ρώτησαν κάποιοι. «Για τον αχαΐρευτο, επειδή δεν την παντρεύεται», η μάνα της με αναφιλητά.