Ημουν το 2011 στα Χανιά για το «Έθνος» – το πλάνο προέβλεπε να κάνουμε και Ηράκλειο. Φυσικά στο Ηράκλειο θα κυνηγούσαμε και τον Ψαραντώνη. Τον έπαιρνα τηλέφωνο, κάποια στιγμή το σήκωσε και μου είπε να βρεθούμε την επομένη στο σπίτι του, στο Γάζι.
Πήγα στο σπίτι του – έξι η ώρα το απόγευμα ήταν το ραντεβού. Μου άνοιξε η γυναίκα του. Καθίσαμε σε δύο αντικριστές καρέκλες λίγο αμήχανα. Κι εγώ δεν ήξερα τι να πω. Τελικά της είπα ότι το ραντεβού μας με τον Ψαραντώνη ήταν στις έξι.
«Τον αχαΐρευτο» μου είπε. «Αγόρι μου, όμως δεν είσαι μόνο εσύ. Το παίρνουν τηλέφωνα από παντού και αυτός δεν το σηκώνει. Του δίνουν ραντεβού κι αυτός δεν είναι ποτέ στην ώρα του. Τώρα έχει ραντεβού μ’ εσένα και είναι στο καφενείο και παίζει πρέφα».
Της απάντησα: «ΟΚ, να τον περιμένω γιατί δεν πρόκειται να τον ξαναβρώ. Έκανα και δύο ώρες ταξίδι από τα Χανιά για να τον πετύχω». Μου αντιγύρισε: «Εντάξει» και χτύπαγε εκνευρισμένη το χέρι της στο πόδι όσο αργούσε και δεν ερχόταν.
«Τον αχαΐρευτο. Παιδί μου, εδώ τον παίρνειειει (μαζί με το κρητικό τσι η γυναίκα του Ψαραντώνη «τσάκιζε» το λι και το νι) ο Niiick τηλέφωνο και δεν δίνειειει σημασία».
Δεν έδωσα σημασία στον Nick μέχρι που τον ανέφερε ξανά. «Τον παίρνειειει ο Niiick και δεν τον σηκώνειειει». «Ποιος είναι ο Nick;» τη ρώτησα. Και πήρε ένα κόρδωμα προτού μου απαντήσει: «Ο Cave».
Εκείνη την ώρα και όσο προσπαθούσα να συνέλθω από το άκουσμα του ονόματος του Cave, έφτασε ο Ψαραντώνης.
Με κοίταξε, πέρασε τα χέρια του μες στο παντελόνι, τίναξε τα μαλλιά του –σωστό αγρίμι, πήγαινε το σαλόνι γύρω γύρω· πώς γυρίζουν ο λύκος και η αρκούδα στο κλουβί τους;– και μου είπε: «Ξέρεις πώς με αποκαλεί;». Ρωτάω «ποιος;». «Ο Nick» μου λέει.
– Πώς;
– Δία!
– Ορίστε;
– Κάτσε να σου πω.