Ηταν μια απριλιάτικη νύχτα του 1930. Τρεις δεκάδες αστυνομικών –άλλοι με στολή και άλλοι με πολιτικά– βρίσκονται στο Τμήμα Καλλιθέας. Επικεφαλής τους είναι ο διοικητής του Τμήματος Ηθών.
«Πού είναι αυτά τα καταγώγια;» ρωτάει ο ρεπόρτερ Π. Κατ. έναν κατώτερο αστυνομικό της ομάδας.
– Στο τέρμα της λεωφόρου Συγγρού.
– Έτσι, φανερά; Σε τόσο κεντρικό μέρος;
– Ποιος σας είπε πως βρίσκονται στα έγκατα της γης;
– Και εσείς τότε –με το συγγνώμη, δηλαδή– τι κάνετε;
– Τρεις φορές την εβδομάδα αυτό που θα δείτε σε λιγάκι.
Ένα τέταρτο δρόμο, μια στιγμιαία στάση, ένα νεύμα του επικεφαλής αξιωματικού και το κέντρο με το αχανές προαύλιο βρίσκεται περικυκλωμένο. Ο επίγειος παράδεισος στη λεωφόρο Συγγρού έχει το όνομα Νιρβάνα.
Ο Π. Κατ. μόλις που διακρίνει αμυδρά στο σκοτάδι τον διαγραφόμενο όγκο του. Αντιθέτως ο συγκεχυμένος βόμβος των μουσικών οργάνων που συνοδεύουν τα πλήθη των γλεντζέδων στους οργιαστικούς χορούς τους ακούγεται ευκρινέστατα.
Οι αστυνομικοί έχουν πιάσει όλες τις εξόδους. Ο Π. Κατ. πλησιάζει το τζάμι ενός φωτισμένου παραθύρου και ρίχνει μια ματιά στη σάλα: ένα ολόκληρο πλήθος. Κύριοι με άψογα κοστούμια και απάχικα μούτρα. Δεσποινίδες χαμένες μες στα μετάξια τους. Άνθρωποι του λαού με τα κυριακάτικα ρούχα τους. Χορεύτριες άσεμνων χορών.
Ναύτες και εργάτες των λιπασμάτων. Μούτρα ξαναμμένα από το ποτό. Τρόποι βάναυσα χυδαίοι. Μπουζούκια, σαντούρια, κλαρίνα. Ορχήστρα διεγερτική και πολύβουη που αναταράσσει με τους ατελείωτους αναστεναγμούς της όλο το κέντρο και τη γύρω έκταση. Μια χορεύτρια με ένα ντέφι χορεύει στη μέση της σάλας ακόλαστους χορούς υπό τα μανιώδη χειροκροτήματα των διεγερμένων θαμώνων.
Ένα σφύριγμα και αστραπιαία η σάλα βρίσκεται πλημμυρισμένη από αστυνομικούς. Οι άντρες σηκώνονται με απερίγραπτη δυσφορία. Μια παρέα μεθυσμένων ναυτών εξακολουθεί το τραγούδι της χωρίς να δίνει σημασία στους αστυνομικούς. Οι γυναίκες είναι τρομαγμένες γιατί κατελήφθησαν ανέτοιμες. Γι’ αυτές τις περιστάσεις υπάρχουν υπόγειες κατακόμβες και κρύπτες απίθανες στις οποίες καταφεύγουν. Tώρα όμως δεν πρόφτασαν.