Λίγο μετά τη μεταπολίτευση τα πολιτικά κόμματα και οι αριστερές νεολαίες (ό,τι δηλαδή ορίζαμε τότε με τον όρο Αριστερά) προσπαθούσαν να διακινήσουν τα έντυπά τους με κάθε τρόπο, με σκοπό να γίνουν γνωστές οι θέσεις και οι απόψεις τους.
Μια τέτοια δράση ήταν και η κυριακάτικη διακίνηση της εφημερίδας. Με τη Ρούλα μαζί ξεκινούσαμε αξημέρωτα για να πάμε στον Δενδροπόταμο, μισή ώρα από τη Θεσσαλονίκη. Περιοχή υποβαθμισμένη, με δρόμους χωμάτινους, φτώχεια και εξαθλίωση ως εκεί που δεν πήγαινε άλλο. Έτσι ήταν τότε, μακάρι σήμερα να είναι καλύτερα.
Περιδιαβαίναμε τα σπίτια ένα ένα και αν δεν μας έκλειναν την πόρτα κατάμουτρα, πουλούσαμε και καμιά εφημερίδα. Είχαμε και τους μπάτσους που αν και η χούντα είχε πάρει δρόμο, μας κυνηγούσαν, εμάς και τους μάρτυρες του Ιεχωβά που διακινούσαν τα δικά τους περιοδικά. Με αυτούς συναντιόμασταν συνεχώς αλλά δεν μιλούσαμε μεταξύ μας.
Μια Κυριακή πήγα μόνος στον Δενδροπόταμο. Αφού έκανα έναν μεγάλο κύκλο με τις εφημερίδες στο χέρι, κατέληξα στο σπίτι του Αλεξάκη. Με περίμενε κάθε Κυριακή πρωί για να αγοράσει την εφημερίδα.
«Αλεξάκη» τον ρωτάω, «ποιος μένει απέναντι στο σπιτάκι; Δεν έχω χτυπήσει ποτέ».
«Άδικος κόπος αγόρι μου, μένει μια… ξέρεις… κοινή γυναίκα…» είπε κομπιάζοντας.
«Πουτάνα;» τον ρωτάω. «Ναι, μωρέ, τέτοια είναι, μη χτυπάς, δεν πρόκειται».
Παρά τις αντιρρήσεις του Αλεξάκη εγώ χτύπησα την πόρτα της.
Άνοιξε μια κυρία γύρω στα εξήντα, με διαφανή λουλουδάτη ρόμπα και ξεβαμμένα μαλλιά· πιο πολύ εντύπωση μου έκαναν οι παντόφλες της που ήταν γεμάτες στρας και γουνάκια.
«Πρωινές ορεξούλες; Έλα μέσα, παλικάρι μου». Αυτό είπε αρχικά η κυρία προτού καταλάβει ότι βρισκόμουν εκεί για άλλο σκοπό, οπότε άρχισε να συμμαζεύει όσο γινόταν τη ρόμπα της.
«Καλημέρα, θα πάρετε;» και της πρότεινα το φύλλο της εφημερίδας.