Ηταν Νοέμβριος του 1973. Η γιαγιά μου η Ευαγγελία, μια γυναίκα που σπάνια έβγαινε από το χωριό, τετραπέρατη και επίμονη, ανέβηκε στην Αθήνα με το λεωφορείο.
Ταξίδευε με τον θείο μου τον Λούη και μικρότερό της γιο, ο οποίος στις 16 του Νοέμβρη θα ξεκινούσε δουλειά για πρώτη φορά. Ήθελε λοιπόν να τακτοποιήσει το παιδί και να επιστρέψει στο χωριό της στη Λακωνία.
Η γιαγιά Ευαγγελία ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τις εκδρομές. Έτσι φαίνεται να είδε και αυτό το ταξίδι. Να κάνει δηλαδή τις δουλειές της, αλλά να κάνει και τις βόλτες της. Αν και δεν ήταν πολυταξιδεμένη, δεν φοβόταν την πρωτεύουσα. Της άρεσαν η κίνηση και η φασαρία του κέντρου. Έτσι λοιπόν έβαλε έναν στόχο: όταν τελείωνε τις δουλειές της, θα κατέβαινε στο κέντρο για να μου αγοράσει, στην ενός έτους εγγονή της –το πρώτο της εγγόνι– ένα ζευγάρι παπουτσάκια.
Στις 16 του Νοέμβρη ο θείος μου έφυγε για να παρουσιαστεί στη νέα του εργασία. Η γιαγιά πάλι του είχε αναφέρει ότι θα κατέβαινε μια βόλτα στο κέντρο. Ο ίδιος δεν είχε εκτιμήσει τι συνέβαινε και δεν έδωσε συνέχεια.
Έμεναν στην Καλλιθέα και κατέβηκε με το λεωφορείο μέχρι την Ομόνοια. Ο στόχος της ήταν το Μινιόν, διαφημισμένο πολυκατάστημα, λίγα μόλις μέτρα από το Πολυτεχνείο, ιδανικό μέρος για να ψωνίσει το δώρο της εγγονής της που λίγες μέρες μετά θα είχε τα πρώτα της γενέθλια.
Όταν έφτασε στην Ομόνοια κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε. Φωνές, φασαρία, κόσμος που έτρεχε πανικόβλητος, αστυνομικοί παντού και πυροβολισμοί. Τρομαγμένη, αναγκάζεται να καταφύγει σε ένα από τα καταστήματα περιμετρικά της Ομόνοιας. Δεν έμεινε για πολύ εκεί, γιατί ερχόταν συνέχεια κόσμος για να προφυλαχθεί.