Δεν θυμάμαι ποιος μήνας ήταν. Αυτό που θυμάμαι είναι πως περπατούσα και φορούσα κοντομάνικο. Πρέπει να ήταν μια ζεστή μέρα άνοιξης του 2023. Μου τηλεφώνησε η Όλια Λαζαρίδου για να με ρωτήσει αν ενδιαφέρομαι να γράψω ένα θεατρικό έργο για τον ζωγράφο Θεόφιλο.
Ήξερε πως τον αγαπάω. Ήξερα πως τον αγαπάει. Της είπα να μου δώσει λίγο χρόνο να το επεξεργαστώ, για να δω τι θα μου πουν τα μάτια του.
Και τα είδα.
Τα μάτια του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ.
Δύο μπίλιες σφηνωμένες στις κόγχες του.
Τις βγάζει και τις πετάει όπου λάχει.
Φτιάχνει μοίρα.
Κυλούν οι βόλοι σαν ζωή και τον πηγαίνουν ακριβώς εκεί.
Στον τάφο του Μεγαλέξανδρου.
Άνθρωπος θεοειδής.
Θα πει το θαύμα να μην προδίδεις την παιδική σου αφέλεια.
Να μην σου κλέβουν το δικαίωμα στον θαυμασμό της καθημερινής ζωής.
Και τα είδα.
Τα μάτια του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ.
Το βλέμμα της διόρασης.
Δυο κρυστάλλινες σφαίρες που προβλέπουν τις μαύρες μέρες μας.
Κοιτούν την κόλαση στα ίσια.
Ο οικονομισμός κυριάρχησε και σκόρπισε γενικευμένη θλίψη. Τα τραπεζοκαθίσματα και οι ξαπλώστρες εξολόθρευσαν τον ρεμβασμό. Η οθόνη στέρεψε το χάδι. Η επενδυτική ευφυΐα εξόρισε το παιχνίδι. Η σπουδαγμένη βεβαιότητα των ανθρώπων αφαίμαξε την πνευματικότητα. Η σύγχρονη τέχνη ομόρφυνε το ψέμα.
Σχεδόν τίποτε άδολο δεν υπάρχει στον ορίζοντα της χώρας για να σταθείς. Ό,τι νικήσαμε στον πολιτισμό το χάσαμε σε ύπαρξη. Ουρανώ, ακούς; Ό,τι κερδήθηκε στον προηγμένο καπιταλισμό το χάσαμε σε Θεόφιλους.
Και τα είδα.
Τα μάτια του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ.
Τα τρομαγμένα μάτια του σαλού.
Η πάσχουσα ψυχή λαμποκοπά.
Και η χαρίτωση μιας αγωνίας συμπαντικής αναδύεται με πείσμα, γεμάτη πίστη στο θαύμα, γεμάτη με υπερβατική ελπίδα πως το παιχνίδι παίζεται ακόμη.