Είχαμε μπει σε δύσκολη εποχή γενικευμένου φόβου. Οι άνθρωποι μαζεμένοι, καχύποπτοι και διστακτικοί – εισβάλαμε βουίζοντας στο λεωφορείο, μόλις σχολάσαμε απ’ το φροντιστήριο, αλλά ο μεσήλικας δεν μας άντεχε, έβγαλε ταυτότητα στον οδηγό πως είναι αξιωματικός του στρατού, του ζήτησε να σταματήσει και μας κατέβασε. Ποιος να τολμήσει να φέρει αντίρρηση;
Έτσι βιώναμε τι είναι δικτατορία!
Ζούσα σε μια μεσοαστική γειτονιά γεμάτη παιδιά που βρισκόμαστε κάθε μέρα – το πρωί στο σχολείο, το απόγευμα στον δρόμο. Μεγαλώνοντας όμως έκανα συχνά παρέα με τους άλλους στην κάτω γειτονιά, του μεροκάματου, που πήγαιναν σε άλλο σχολείο, με κατώτερες προδιαγραφές και φιλοδοξίες.
Τα παιδιά εκεί, όλα σχεδόν, αμέσως που πήραν (με το ζόρι) το απολυτήριο μπήκαν σε δουλειές. Και μερικοί στη σχολή της αστυνομίας. Έμειναν στο σώμα δυο τρία χρόνια κι έφυγαν. Ο Γιώργος όχι. Του άρεσε; Δεν είχε πού αλλού να διαφύγει;
Εμείς, της πάνω γειτονιάς, όλοι, πήγαμε στα πανεπιστήμια, φύγαμε από την πόλη, άλλες παρέες, άλλος κόσμος. Αναπτυσσόταν και το αντιδικτατορικό κίνημα. Ενταχθήκαμε κάποιοι.
Ο Γιώργος, έμεινε στην Πάτρα και «εξελίχθηκε». Αποσπάστηκε στην ασφάλεια για να ανανεώσει την παλιά σειρά των ασφαλιτών-βασανιστών, εκείνων που είχαν έρθει κατευθείαν από την καρδιά του Εμφυλίου.
Είναι πολλές οι μαρτυρίες βασανιστηρίων φοιτητών (και όχι μόνο) που συνελήφθησαν τότε, στα παρατεταμένα γεγονότα όλου του 1973 και του 1974. Οι παλιοί, ο Σήφαντος, ο Αδαμόπουλος, και ο Γιώργος, ο καινούργιος. Σκληρός. Σκληρότερος από τους άλλους; Δεν ξέρω. Αλλά δεν έχει σημασία.
Δεν τον ξανάδα από τότε.