Πέμπτη απόγευμα μετά το σχολείο. Είμαστε ταραγμένοι γιατί ακούγαμε από τους συμμαθητές μας ό,τι συνέβαινε. Εγώ στην τρίτη γυμνασίου, 14 χρόνων. Οι μεγάλες τάξεις είχαν φύγει από το 2ο Γυμνάσιο Πειραιά· είχαν ανεβεί στο Πολυτεχνείο. Η ασφάλεια ζητούσε τα απουσιολόγια των μεγάλων.
Πείθουμε τον πατέρα να μας πάει στην Αθήνα. Ανεβαίνουμε με το αυτοκίνητο και βλέπω μια κατάσταση που δεν την είχα ξαναδεί στη ζωή μου. Η Πατησίων, η Στουρνάρη, η Τοσίτσα, η Μπουμπουλίνας με χιλιάδες κόσμο. Νέοι, γέροι… ένα πανηγύρι. Είναι Πέμπτη. Ακόμη η ασφάλεια δεν έχει πλησιάσει στους γύρω χώρους.
Προκηρύξεις. Διαβάζω και τα χάνω. Προκηρύξεις που για πρώτη φορά στη ζωή μου διαβάζω ελεύθερα. ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι κάποιος έχει τολμήσει να τυπώσει ένα χαρτί που γράφει «Κάτω η χούντα». Εικόνες με κρεμάλες για τον φασισμό.
Είχα μεγαλώσει σε ένα σπίτι με πατέρα εξόριστο, με την ασφάλεια να κάνει εφόδους, μαθημένος από πολύ μικρός να μην εκφράζομαι προς τα έξω, να μη μεταφέρω πολιτικά σχόλια που άκουγα στις συζητήσεις των μεγάλων, να μην αγγίζω τα απαγορευμένα βιβλία και δίσκους που υπήρχαν κρυμμένα στο σπίτι. Και εκεί τα έβλεπα όλα χύμα στον δρόμο, ελεύθερα.
Περπατάμε γύρω γύρω. Υπάρχει κόσμος καθισμένος στο χορτάρι, στην Τοσίτσα. Ζευγαράκια, παρέες, συζητήσεις, κιθάρες. Είναι κόσμος που ανεβοκατεβαίνει τη Στουρνάρη με προκηρύξεις. Ή με σακούλες με τρόφιμα και φάρμακα. Τα δίνουν στους φοιτητές από τα κάγκελα.
Έχει πάει αργά. Κάποια στιγμή, κατά τις δέκα έντεκα η ώρα, λέει ο πατέρας μου «φεύγουμε». Βρίσκουμε το αυτοκίνητο και κατευθυνόμαστε από τη Χαριλάου Τρικούπη προς την Αλεξάνδρας. Εκείνη τη στιγμή ο γερο-Μπελαβίλας γυρίζει στο πίσω κάθισμα και μου λέει: «Νίκο, δώσ’ μου τις προκηρύξεις».
Είναι σίγουρος ότι την επομένη θα πάω μες στην αφέλειά μου να τις μοιράσω στο σχολείο.