Σωτήριον έτος 1994, τότε που στην Ελλάδα ζούσαμε εποχές παχιών αγελάδων. Ήταν η εποχή που τα σκυλάδικα της νύχτας βρίσκονται στο φόρτε τους. Σε ένα όχι ακριβώς σκυλάδικο αλλά κάτι μεταξύ αυτού και των λεγόμενων κυριλέ μαγαζιών, στη Λεωφόρο του Πριόβολου, δίπλα στην περίφημη Barbarella στη λεωφόρο Συγγρού, ο υποφαινόμενος με δύο φίλους του σύχναζαν κάθε βράδυ πλην Σαββατοκύριακου.
Όπως έλεγε ο σοφός της παρέας: «Τα Σαββατοκύριακα έρχονται όλοι με τις νόμιμες συζύγους τους και χαλάει το κλίμα». Πρώτα ονόματα στο μαγαζί η Χριστίνα Δελλή, ο Ηλίας Ξυγκάκης, ο Γιώργος Σαλαμπάσης.
Ένα βράδυ έρχεται ο Γιάννης, ο μετρ, και μας λέει: «Παιδιά, έχουν φέρει δυο ξένες για δουλειά και έχουν πάθει πολιτισμικό σοκ. Τις έχω στα καμαρίνια γιατί είναι τρομοκρατημένες, αλλά θα έρθει το αφεντικό και πρέπει να τις πάω σε κάποιο τραπέζι. Να τις φέρω εδώ στο τραπέζι του Άγιου Φραγκίσκου της Ασίζης μην τις πειράξει κανείς;».
Την ονομασία στο τραπέζι μας είχαν δώσει οι κοπέλες του μαγαζιού επειδή η παρέα ήταν μόνο για διασκέδαση και όχι για καμάκι. Σεβασμός σε όλες, χωρίς «πεσίματα» ή «πιασίματα». Έτσι ένιωθαν ασφαλείς όλες ότι δεν θα τις προσβάλει κάποιος.
Έρχονται τα δύο κορίτσια, όπως ακριβώς το είπε ο μετρ, τρομοκρατημένες. Η Ελβίρα, Ρωσίδα δίμετρη, ξανθιά, και η Γελένα, Ουκρανή, καστανόξανθη και λίγο πιο κοντή από τη φίλη της. Αμίλητες, ακίνητες. Παρατηρούσαν τα πάντα με φόβο και απαντούσαν σε ερωτήσεις μονολεκτικά ή με νοήματα.
Οι μέρες περνούσαν και κάθε βράδυ οι δυο φίλες πλέον έρχονταν μόνες τους στο τραπέζι για να γλιτώνουν τους «αγριεμένους». Για πρώτη φορά οι δυο φίλες χαμογέλασαν και μίλησαν πρώτες ύστερα από έξι μέρες. Προφανώς άρχισαν να μας εμπιστεύονται.
Και οι δύο είχαν τελειώσει μεγάλες σχολές μπαλέτου, η μια στο Κίεβο και η άλλη στο Κράσνονταρ.