Από μικρός είχα ιδιαίτερη έλξη για την ανακατασκευή και την αναδημιουργία. Τα παλιά αντικείμενα, ακόμη και τα έπιπλα που για τους άλλους ήταν σκουπίδια, για μένα ήταν θησαυροί. Το πρώτο μου διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη το επίπλωσα και το διακόσμησα αποκλειστικά με πράγματα που βρήκα στους δρόμους και σε παζάρια. Το αποτέλεσμα ήταν τόσο όμορφο και εντυπωσιακό που φωτογραφήθηκε για περιοδικό.
Αυτή η τάση να δίνω νέα ζωή σε ξεχασμένα πράγματα με οδήγησε και στα κολάζ. Ήταν το 2007 όταν παρατήρησα τον σωρό από εφημερίδες, περιοδικά και free press που είχα μαζεμένα για ανακύκλωση στην κουζίνα. Τόσο πολύχρωμο και ζωντανό υλικό πήγαινε χαμένο!
Έτσι πήρα την απόφαση να το αξιοποιήσω. Μέχρι τότε έφτιαχνα ψηφιδωτά με πέτρα, έχοντας συγκεντρώσει ένα πλήθος προσχεδίων. Μια μέρα διάλεξα ένα από αυτά, το μεγέθυνα σε καμβά και άρχισα να κόβω και να κολλάω χαρτιά, αντικαθιστώντας τις πέτρινες ψηφίδες με κομμάτια χαρτιού. Το αποτέλεσμα με ενθουσίασε.
Έφτιαξα τα πρώτα έργα για μένα. Ήθελα στους τοίχους του σπιτιού μου κάτι αυθεντικό, όχι μαζικής παραγωγής ή απλές εκτυπώσεις. Έτσι άρχισα να δημιουργώ. Για τρία ολόκληρα χρόνια τα κολάζ μου παρέμεναν μια προσωπική υπόθεση· ήταν το εργόχειρό μου.
Μέχρι που ένας φίλος με κατάστημα design στο κέντρο της Θεσσαλονίκης μου πρότεινε να εκθέσω τρία έργα μου στο μαγαζί του. «Για διακόσμηση» μου είπε. Συμφώνησα.
Λίγες μέρες αργότερα με πήρε τηλέφωνο. Κάποιοι ενδιαφέρθηκαν για τα έργα μου και ήθελε να τους δώσει τιμές. Δεν είχα ιδέα πώς να τα κοστολογήσω και έτσι έδωσα πρόχειρες τιμές, χωρίς να το πολυσκεφτώ.
Η πρώτη πώληση έγινε λίγο μετά και όταν το έμαθα σοκαρίστηκα. Στην πραγματικότητα το έργο είχε αγοραστεί από την καλύτερή μου φίλη. Η χειρονομία της ήταν γλυκιά και γεμάτη αγάπη. Ήταν όμως και η αφορμή για να κάνω το επόμενο βήμα.