Ο Βαγγέλης με ένα τέντωμα του χεριού πάτησε τον διακόπτη και το δωμάτιο του ξενοδοχείου σκεπάστηκε μεμιάς από ένα βαθύ σκοτάδι. «Πόσο καιρό είχα να ξαπλώσω σε στρώμα; ούτε που θυμάμαι!». Μια σύντομη σιωπή, δύο ανάσες και οι τελευταίες λεπτομέρειες του ταξιδιού στο Μάλι άρχισαν να ξεδιπλώνονται μέσα από το μυαλό του Βαγγέλη.
– Ο Γιώργος πότε φτάνει Μπαμακό;
– Σύντομα. Αύριο μεθαύριο θα σκάσει φάντης μπαστούνης στην είσοδο του ξενοδοχείου.
– Ξέρεις, δεν πρόλαβα να στο πω στο φαγητό. Πριν από λίγες μέρες απήγαγαν μερικούς δυτικούς γύρω από το Gao. Ακόμη τους ψάχνουν.
– Στο Gao είναι το φεστιβάλ;
– Όχι, στο Tessalit, καμιά πεντακοσαριά χιλιόμετρα πιο μέσα στην έρημο.
– Εκεί θα πάμε;
– Ναι, είκοσι χιλιόμετρα από τα σύνορα με Αλγερία. Μην ανησυχείς όμως, μας έχει κανονίσει η μάνατζερ των Tinariwen. Σε δύο μέρες φεύγει το κομβόι από Gao για Tessalit. Θα είναι αρματωμένοι σαν αστακοί. Μαζί τους ίσως και να έχουμε μια ελπίδα να τα καταφέρουμε να φτάσουμε.
Μπορεί ένα τραγούδι να αλλάξει τον κόσμο; Αυτή η ερώτηση δεν είναι σαν να αναρωτιέται κανείς αν το πέταγμα μια πεταλούδας στο Μάλι ή κάπου αλλού στην Αφρική μπορεί να προκαλέσει σεισμό στο Τόκιο; Πάντα κρυφογέλαγα με αυτό το παράδειγμα.
Όμως εκείνο τον Σεπτέμβρη όταν είχα γυρίσει αρκετά πρόωρα από τις διακοπές και χάζευα τα πρωτοβρόχια από το παράθυρο, ένιωσα για τα καλά αυτό το πέταγμα να μου σκάει στα μούτρα με την ορμή του χάους την ίδια!
Σ’ εμένα αντί για πεταλούδα ήταν ένα τραγούδι από την Αφρική. Ναι, κάτι τόσο απλό, τόσο μηδαμινό, όσο ένα τραγούδι. Μια λίστα που έπαιζε μόνη της για μέρες μες στο σπίτι έφτασε κάποια στιγμή τυχαία σε ένα τραγούδι, το οποίο με άρπαξε από τον λαιμό.