Ο διάβολος εγγύηση θα πληρώσει κι ο πρώτος δολοφόνος θα γλιτώσει.*
Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν έτυχε να παραθερίζω στο ίδιο μέρος με έναν συγγραφέα που σήμερα έχει πέραση, δημόσιο λόγο και χιλιάδες followers, fans και λοιπούς σφουγγοκωλάριους.
Τότε ήταν αναγνωρίσιμος σε ελάχιστους. Προφανώς δεν συνειδητοποιούσε ότι υπήρχε μια εικοσάχρονη κάμπερ-φρικιό (εκείνος έμενε στα πέριξ, σε κάτι ελεεινά rooms to let) στη διπλανή πετσέτα, στο διπλανό κύμα, το διπλανό τραπέζι, στη διπλανή μπάρα, που γνώριζε καλά ποιος ήταν. Και μάλιστα τον θεωρούσε ταλαντούχο γραφιά. Ίσως και να τον θαύμαζε λιγουλάκι…
Μόλις τον πρωτοείδα, ήθελα να πάω να του μιλήσω, μα ντράπηκα. Ευτυχώς, διότι αναθεώρησα την άποψή μου για την πάρτη του μέσα σε λίγη ώρα. Για την ακρίβεια, τρόμαξα με τον τρόπο που μιλούσε ο τύπος στην κοπέλα που τον συντρόφευε τότε. Σημείωνα νοερά πόσο την εξευτέλιζε.
Έπεφτε λεπτό το λεπτό στα μάτια μου ο ανερχόμενος «διανοούμενος». Ήταν μέρα νύχτα λιώμα και μες στα νεύρα. Ξεσπώντας στο λίγο μεγαλύτερό μου κοριτσόπουλο, που έσκυβε το κεφάλι και τον ανεχόταν.
Την τρίτη ή την τέταρτη ημέρα των επεισοδίων, σε ένα παραλιακό ταβερνάκι, δεν άντεξα. Γύρισα και του είπα -αν και τότε δεν αντιμιλούσα ακόμη δημόσια- «σταμάτα, μαλάκα, αλλιώς θα φωνάξω την αστυνομία». Ήταν όταν πήγε να χειροδικήσει εναντίον της συντρόφου του που έκλαιγε διαρκώς!
Εκείνος με σκυλόβρισε με ρεπερτόριο που με ξεπερνούσε (όσοι με ξέρετε γνωρίζετε πως ελάχιστες βωμολοχίες με ξεπερνούν) και προτού εμπλακεί και άλλος κόσμος, μάζεψε τη δύσμοιρη συνοδό του, τραβώντας την κυριολεκτικά από το χέρι, και έφυγαν προς τα παρακείμενα ενοικιαζόμενα.
Δεν το(ν) ξεχνάω ποτέ. Το εν λόγω συγγραφέα έχω συναντήσει πολλάκις σε κοινωνικές εκδηλώσεις και απομακρύνομαι εντελώς συνειδητά στην άλλη άκρη του χώρου.