Ξεκίνησα να παίζω κλασική κιθάρα, αλλά κάποια στιγμή ένιωσα μέσα μου ότι θέλω να εξερευνήσω και διαφορετικά μουσικά είδη. Μια μέρα αγόρασα ένα σαξόφωνο από ένα μαγαζί στη Χαριλάου Τρικούπη. Δεν είχα ιδέα πώς να το χρησιμοποιήσω.
Το ίδιο βράδυ το έβγαλα από τη θήκη. Το έπιασα στα χέρια μου. Προσπάθησα να το συναρμολογήσω και να παίξω μόνος μου. Αλλά όλα έμοιαζαν εξαιρετικά μπερδεμένα. Ήμουν εντελώς άσχετος. Ένας φίλος μου είχε αγοράσει ένα κλαρινέτο και προσπαθούσαμε και οι δυο παρέα.
Όλα έγιναν πολύ ξαφνικά. Ένα ωδείο μας χρωστούσε χρήματα. Αποφασίσαμε να τα «επενδύσουμε» για να αγοράσουμε ένα καινούργιο μουσικό όργανο και να πειραματιστούμε.
Έπαιρνα τηλέφωνο κόσμο και τους ρωτούσα πώς πρέπει να αναπνέω, να στέκομαι. Πώς να βάζω το επιστόμιο και τα καλαμάκια για να τα καταφέρω. Ήταν άλλες εποχές. Δεν υπήρχαν τότε βίντεο στο διαδίκτυο ούτε το YouTube. Μόνο από τα λάιβ μπορούσε κανείς να πάρει κάποια ιδέα. Ένα βράδυ πήγα στο θέατρο Παλλάς να παρακολουθήσω μια συναυλία των Art Ensemble of Chicago. Eίναι μια avant garde μουσική κολεκτίβα που συνδυάζει διαφορετικά είδη: θέατρο, κίνηση, εικαστικά και μουσική.
Το «μπλέξιμο» που είχα νιώσει με το σαξόφωνο λύθηκε μέσα μου όταν βγήκα από αυτήν τη συναυλία. Ήταν η μέρα που αγάπησα την τζαζ, αλλά και το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο στη μουσική. Αυτό το γοητευτικό μπέρδεμα είναι κάτι που χαρακτηρίζει γενικά την τζαζ. Δεν είναι εύκολος και ασφαλής δρόμος για εμάς τους μουσικούς. Εξάλλου δεν έχουμε μεγαλώσει έτσι.
Εκείνη την εποχή πηγαίναμε σχεδόν κάθε μέρα στο Μοναστηράκι –το κέντρο της Αθήνας ήταν στο μυαλό μας συνδεδεμένο με τη μουσική– για να δούμε τους δίσκους και να πιάσουμε τα εξώφυλλα. Μιλάμε για εντελώς αγνές και ρομαντικές πράξεις.