Οταν ήμουν μικρή ήθελα να γίνω ηθοποιός και χειρουργός. Τελικά κατάφερα το πρώτο. Είχα μανία με τα ρούχα, το τσίρκο, την όπερα, το σινεμά και τα ταξίδια. Έγινα ενδυματολόγος και έφυγα στο Παρίσι για να τα συνδυάσω όλα μαζί.
Εκεί όλοι οι φίλοι ήταν μουσικοί. Έπαιζαν κρουστά κυρίως από τη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Κάπως έτσι διέσχισα το Μεξικό με την υπόκρουση κρουστών. Γυρίζοντας στην Αθήνα προέκυψε τυχαία ένα μάθημα «αφρικανικού» χορού.
Ο ήχος και ο παλμός ήταν ό,τι πιο κοντινά στη μνήμη της παριζιάνικης και μεξικανικής εκδοχής της εαυτής μου. Έτσι ξεκίνησα μαθήματα στην Αθήνα. Παράλληλα άρχισα να ταξιδεύω στη Γαλλία για να παρακολουθήσω σεμινάρια «αφρικανικού» χορού. Έτσι ήρθα σε επαφή με τη μαλινέζικη κοινότητα. Ο χορός ήταν ένα μέσο για να ταξιδεύω.
Η πρώτη φορά που πήγα στο Μάλι ήταν το 2020. Δεν ήξερα τι θα αντικρίσω. Πάταγα στο Google τη λέξη Μάλι και μου έβγαινε Μπαλί. Γύρισα αποφασισμένη ότι θα επιστρέψω και θα γυρίσω ένα ντοκιμαντέρ για να ακουστούν οι φωνές των γυναικών. Πίστευα στην πρωτοπορία της ιδέας μου. Αργότερα διαπίστωσα ότι ήταν μια ιδέα που είχε ήδη γίνει θεωρία το 1970 και είχε αντικατασταθεί από την ανθρωπολογία του φύλου.
Έπρεπε να μάθω τι χορεύω, γιατί το χορεύω, ποια άλλα άτομα το χορεύουν. Έδωσα κατατακτήριες και μπήκα στην Κοινωνική Ανθρωπολογία του Παντείου. Το κυριότερο πράγμα που μου συνέβη ήταν μια «μετακίνηση». Μια αποδόμηση στερεότυπων, μια αναδιαπραγμάτευση κυρίως με τη δική μου λευκότητα, είτε βρισκόμουν σε ένα απόμερο χωριό έξω από το Μπαμάκο (πρωτεύουσα του Μάλι) είτε στα έδρανα του αθηναϊκού πανεπιστημίου.
Το Μπαμάκο πλέον δεν μου φαίνεται «εξωτικό», αλλά κάτι οικείο. Κάτι δικό μου. Η Αφρική μου έμαθε ότι δεν υπάρχει το «εμείς» και οι «άλλοι». Ότι είναι μύθος η «εξωτικοποίηση» με την οποία την έχουμε επενδύσει. Είναι μια διχοτομία με πλειάδα νοηματοδοτήσεων και εξουσιαστικές καταβολές.