Το καλοκαίρι για τα χωριά της Ηπείρου ήταν και είναι η εποχή των πανηγυριών. Ημέρες Δεκαπενταύγουστου δεν γίνεται να μη θυμηθώ τα πανηγύρια των παιδικών μου χρόνων.
Το πρώτο πανηγύρι που έμεινε για πάντα στη μνήμη μου ήταν το πανηγύρι του χωριού μου, το πανηγύρι του Αϊ-Λια. Αλλά όχι για καλό. Κατέβηκα στην πλατεία του χωριού και αντί να δω χαρούμενες εικόνες, είδα να ξεστήνονται άρον άρον οι πάγκοι, να μαζεύονται καρέκλες και τραπέζια και παγωμένα πρόσωπα να φεύγουν για τα σπίτια τους. Γύρισα στο σπίτι και είπα στους δικούς μου: «Πόλεμος». Ήταν 1974.
Όμως ας πάμε στα χαρούμενα πανηγύρια των επόμενων χρόνων. Στις κούνιες, στα αλογάκια, στους «πέντε κρίκους ένα τάλιρο», στον «γύρο του θανάτου», στους πάγκους με τα παιχνίδια και τα βιβλία. Στους ήχους και στις μουσικές.
Για τα καφενεία ήταν θέμα τιμής να φέρουν στη δική τους σκηνή μεγαλύτερα μουσικά ονόματα από τους διπλανούς. Βέβαια η απόκλιση από την παράδοση είχε ήδη ξεκινήσει. Η χρήση αρμονίων και ντραμς, οι ηλεκτρικοί ήχοι και το echo, αλλά και οι παραγγελίες και η σειρά χορού δεν αποτελούσαν στοιχεία παράδοσης. Παραμόρφωναν το παραδοσιακό ηπειρώτικο τραγούδι.
Ευτυχώς που πάντα υπήρχε εκεί το κλαρίνο. Με τον αργόσυρτο ήχο του άγγιζε την ψυχή και το μυαλό μας. Έβγαζε τον πόνο, τη θλίψη και το παράπονο που καθένας μας κουβαλούσε.
Δεν έλειπαν και οι αστείες στιγμές. Έπαιρνες σειρά χορού το νούμερο πενήντα στις 2.00 π.μ., τη στιγμή που χόρευε το νούμερο τρία. Για να κατέβει από την πίστα το νούμερο τρία έπρεπε να σύρουν ως πρώτοι/ες το χορό όλα τα άτομα της παρέας, όλα τα άτομα του κύκλου. Πότε θα χόρευαν τα υπόλοιπα νούμερα; Αν προλάβαιναν, σε κάποιο άλλο πανηγύρι.
Οι μουσικοί δημιουργούσαν νέα τραγούδια, που γίνονταν «άσματα». Πώς να ξεχάσεις τους στίχους «φύτεψα ντομάτες, βγήκαν πιπεριές» ή «θα σου ρίξω φόλα στο σκυλάκι σου»;