Πού στο διάολο έχουν χαθεί οι σειρές μου; Τι δουλειές έχουν και εξαφανίστηκαν από το καφενείο; Πάλι τα γερόντια έχουν πιάσει τις καρέκλες. Κάπως έτσι πρέπει να σκέφτηκε ο Βαγγέλης, ο μεγαλύτερος χωρατατζής του χωριού μας. Να καθίσει; Να προσπεράσει;
Θα τον ζαλίσουν πάλι όπως συνήθως. «Δεν έπρεπε να κόψεις το τριφύλλι. Στον καιρό είπαν για βροχές. Έσπειρες αργά το καλαμπόκι στην Γκρόμπα. Δεν πρόλαβε να φυτρώσει και το έπνιξαν οι βροχές. Τι κάθεσαι; Το βαμβάκι στη Λιόπυζα θέλει πότισμα». Και θα κατέληγαν με τα γνωστά: «Αλλά έτσι είστε οι νέοι. Τα ξέρετε όλα. Δεν ακούτε τους μεγαλύτερους και τα κάνετε μαντάρα. Εμείς στα χρόνια σας…».
Λοιπόν σήμερα θα πάρει την εκδίκησή του. Θα τους κάνει κασκαρίκα να τη θυμούνται. Την επεξεργάζεται και φοράει την αγέλαστη έκφρασή του. Πρέπει να είναι πειστικός, να μη γελάσει ούτε μια στιγμή. Κάθεται με περίλυπο ύφος σε ένα απομακρυσμένο τραπέζι και παραγγέλνει έναν σκέτο καφέ. Το «καλημέρα» το πετάει με βαριά καρδιά. Αγναντεύει τον κάμπο κι αρχίζει να ξεφυσά. Οι παππούδες δεν θέλουν και πολύ να τσιμπήσουν.
– Τι έπαθες εσύ; Τα καράβια σου έπεσαν έξω;
– Ποια καράβια; Εγώ είμαι στα χρόνια του γαϊδάρου κι εσείς με ρωτάτε για καράβια;
– Ποια εποχή του γαϊδάρου; Τι λες;
– Εμ βέβαια. Πού να ξέρετε εσείς από φιλοσοφία; Πού να ξέρετε από Κινέζους φιλόσοφους; Τίποτε δεν ξέρετε.
– Δεν μας λες τι λένε αυτοί οι Κινέζοι φιλόσοφοι να μάθουμε κι εμείς;