Οταν ξεκινούσα την περιπέτεια της αρχαιολογικής μου ζωής στην Αστυπάλαια, πήρα ένα πλοίο άσπρο σαν θηρίο. Μέσα σε αυτό στοίβαξα τις σκέψεις που με κατέτρεχαν. Από τη στιγμή που έμαθα ότι θα με έπαιρναν στην πρώτη μου σύμβαση, με βασάνιζε μία σκέψη: Θα τα καταφέρω;
«Θα τα καταφέρεις», ερχόταν σαν βάλσαμο η απάντηση της μάνας μου. «Μα δεν ξέρω να χειρίζομαι τα τοπογραφικά μηχανήματα μέτρησης του χώρου». Η σταδία και ο θεοδόλιχος ήταν για εμένα εφιάλτες.
«Εκεί που θα πας δεν θα υπάρχει τίποτε» απαντούσε ξανά η μάνα μου, με τη γνώση μιας νησιώτισσας από την Έλυμπο Καρπάθου.
Πραγματικά στην Αστυπάλαια δεν υπήρχε τίποτε. Μοναδικό εργαλείο μου ήταν το αρχαιολογικό ημερολόγιο του 1999. Τα πολύτιμα γράμματα της καλής φίλης και συνάδελφου Ελένης Φαρμακίδου ζωντάνευαν και μου μάθαιναν όλα όσα χρειάστηκα.
Πέταξαν μακριά οι περιττές πληροφορίες και άρχισαν να έρχονται μια μια οι σημαντικές φράσεις των δασκάλων μας στη σχολή που διέλυαν το άγχος.
Οι καλύτεροι συνεργάτες σε αυτή την προσπάθεια ήταν οι δύο εργατοτεχνίτες μας, ο Γιάννης Παππάς και ο Γιάννης Σταυλάς. Σαν να διάβαζαν τις σιωπές μου, τοποθετούσαν τα εργαλεία που χρειαζόμουν στα σημεία που έπρεπε.
Βρήκαμε μαζί τα σταθερά σημεία από τα οποία μετρούσαμε τα ευρήματα που έρχονταν στο φως. Μου αγόρασαν νήμα και ένα μικρό εύχρηστο κρεμάμενο αλφάδι. Με το τριγωνικό βαρίδι έφτασα στον πρώτο μου άθλο: να μετράω τα σημεία της καθημερινής εξέλιξης της ανασκαφής και φυσικά τα ίδια τα ευρήματα.
Δεν πήγαν χαμένες –σκεφτόμουν και γελούσα– οι αμέτρητες ώρες κάτω από το ανεκτικό βλέμμα της καθηγήτριάς μας Αθανασίας Κάντα, όταν έσβηνα και ξανασχεδίαζα τις τρεις πέτρες ενός ταλαιπωρημένου τοίχου στο Μοναστηράκι Ρεθύμνου. Ούτε οι καθησυχαστικές φράσεις του Θανάση Καλπαξή για τις πιο εύχρηστες κλίμακες αποτύπωσης των αρχαίων στο σχέδιο, όταν πελαγοδρομούσαμε.