Στην Αμοργό πρωτοπήγα στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Ήταν ένα μαγικό νησί, με μαγικούς ανθρώπους. Κάποιοι αντιστέκονται ακόμη, αλλά ο κίνδυνος να καταντήσει Πάρος ή Σαντορίνη είναι ορατός. Δεν θρηνώ για πράγματα που χάθηκαν, όμως θυμάμαι.
Κατά μια έννοια είναι η πιο σταθερή σχέση της ζωής μου. Βαθιά υπαρξιακή, όπως οι σχέσεις αίματος, με τη διαφορά ότι τη διάλεξα εγώ – ή με διάλεξε εκείνη; Στην Αμοργό νιώθω πως βρίσκω το μέτρο μου – ή με βάζει εκείνη «στη θέση μου»; Εκεί το «γίνε αυτός που είσαι» του Νίτσε μοιάζει εφικτό. Όχι ότι λείπουν οι δύσκολες στιγμές, όμως κι αυτές ανθρώπινες είναι.
Μιλάω μάλλον για μια σχέση αποδοχής που θυμίζει την άνευ όρων αγκαλιά της μητρικής φιγούρας, αλλά με τη ρευστή σκληράδα ενός αιλουροειδούς. Σχέση όχι με άνθρωπο αλλά με έναν τόπο, με τραχιά βουνά, απόκρημνα βράχια και άγριες θάλασσες. Έναν τόπο δύναμης με παρουσία, σαν από πάντα.
Παρόλο που δεν είμαι θρήσκος, δεν μπορώ να μη σκεφτώ την Παναγιά τη Χοζοβιώτισσα, πολιούχο του νησιού. Ίσως εκεί να γίνομαι τελικά «θρήσκος». Πέραν των λέξεων. Με σεβασμό και δέος γι’ αυτό που με ξεπερνά.
Μπορώ συνειρμικά να συγκρίνω αυτή την αίσθηση αποδοχής με την πρώτη μου συνεδρία ψυχοθεραπείας πριν από πολλά χρόνια: όταν ο θεραπευτής, αφού του αράδιασα όλες τις τρομερές αμαρτίες μου, παρέμεινε απαθής με ύφος «δεν μπαίνουμε τώρα στο ψητό;».