Η πρώτη μου επαφή με τον μεσαιωνικό πύργο της Θήβας ήταν τον Ιούλιο του 1995. Φοιτήτρια ακόμη, είχα επισκεφτεί το Αρχαιολογικό Μουσείο Θήβας για να καταγράψω όστρεα και οστά ζώων από μια ανασκαφή του Βασίλειου Αραβαντινού.
Για δεκαετίες ο πύργος αποτελούσε μια από τις αποθήκες της Εφορείας Αρχαιοτήτων. Kαι, φυσικά, ήταν κλειστός για το ευρύ κοινό. Όταν ανοίξαμε την πόρτα και μπήκα για πρώτη φορά στον στενό υποφωτισμένο διάδρομο, το θέαμα που αντίκρισα ήταν αποκαρδιωτικό. Το απόλυτο χάος.
Εκατομμύρια ευρήματα, χιλιάδες κιβώτια το ένα πάνω στο άλλο, αρκετές ξύλινες συρταριέρες και ντουλάπια μιας άλλης εποχής, εκατοντάδες χαρτόκουτα το ένα πάνω στο άλλο. Βέβαια, το πρώτο χαρτόκουτο που έπρεπε να ανοίξω μου επιφύλαξε μια μικρή χνουδωτή και δραστήρια έκπληξη. Είναι εντυπωσιακό να ξεβολεύεις αρουραίο, ο οποίος δεν είχε και μεγάλη όρεξη για γνωριμίες.
Χρόνια αργότερα μου ζητήθηκε να αδειάσω τον πύργο από όλα τα ευρήματα. Δεν ξέρω γιατί αλλά μου φάνηκε υπέροχο να παίξω με «χαμένα» και «ξεχασμένα» ευρήματα. Δεν το σκέφτηκα ιδιαίτερα να πω «φυσικά, ναι». Ομολογώ ότι κλάσματα του δευτερολέπτου μετά το φαντασμαγορικό μου «ναι» άρχισα να σκέφτομαι ντάξει, έμπλεξες πάλι.
Σημειώνω ότι ο χώρος διέθετε δισεκατομμύρια ψύλλους, ανεξαρτήτως πόσες φορές γινόταν απεντόμωση. Αλλά για κάποιον λόγο δεν με συμπαθούν οι ψύλλοι, με αποτέλεσμα να ήμουν ίσως και η μοναδική που έμπαινε και έβγαινε χωρίς πρόβλημα.
Ο πύργος του Νικόλαου Σεντ Ομέρ είχε υποστεί εσωτερικές μετατροπές, ενώ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου το υπόγειό του χρησιμοποιήθηκε και ως χώρος απόκρυψης αρχαιοτήτων.
Το 2007 λοιπόν ήρθα αντιμέτωπη με τον ίδιο τον αείμνηστο Ιωάννη Θρεψιάδη. Έπρεπε να μετακινήσουμε στήλες, κεραμική, κιβώτια και χαρτόκουτα, πολλά από τα οποία είχε τοποθετήσει στον μεσαιωνικό πύργο εκείνος. Ήταν σαν να έμπαινα σε μια χρονοκάψουλα και βρέθηκα στο 1938.
Ανάμεσα στα διάφορα ευρήματα ήταν και μερικά ξύλινα κιβώτια που περιείχαν αρχειακό υλικό ποικίλου τύπου.