Πάνω που ένιωθα ότι κάπως όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας σε αυτή την πόλη, ξαφνικά, πριν από οκτώ χρόνια, γνώρισα τον Γιάννη. Και όχι μόνο τον γνώρισα, αλλά μέσα σε λίγες μέρες από τη γνωριμία μας βρεθήκαμε να είμαστε μαζί σε τρεις παραστάσεις. Να κάνουμε ολοήμερες πρόβες μαζί, να παίζουμε Ρωμαίο και Ιουλιέτα μαζί.
Μέναμε και οι δύο στο Παγκράτι. Πηγαίναμε και ερχόμασταν με το τζιπάκι μου τον Gael. Ο Γιάννης μαγείρευε –είναι ο καλύτερος σεφ που έχω γνωρίσει ποτέ– ενώ όταν μέναμε από βενζίνη, κατέβαινε και έσπρωχνε. Και όταν παραλίγο να σπάσω το πόδι μου, με γιατροπόρευσε.
Πηγαίναμε για ποτά στην Πραξιτέλους και βλέπαμε ταινίες στο σινεμά. Τέλος πάντων γίναμε φίλοι. Και πάνω που δέθηκα και σκέφτηκα ότι θέλω να δουλεύω μαζί του για πάντα, έφυγε. Πήγε στην Κύπρο κι έκανε φοβερά πράγματα εκεί. Τόσο φοβερά που αποφάσισε να μετακομίσει εκεί. Και μένα μου έλειπε. Και κάθε φορά που τον έβλεπα, σκάρωνα πρότζεκτ για να τον δελεάσω να γυρίσει. Σκέφτηκα να γράψω κάτι.
Την ίδια περίοδο βίωνα το σημαντικότερο πένθος της ζωής μου. Eκείνο που σε αφήνει χωρίς απάντηση στη λέξη «μαμά». Και ο μόνος τρόπος για να μη βυθιστώ σε μια δυστυχία δίχως πάτο, ήταν να γράψω γι’ αυτό. Ήταν μια μακροχρόνια διαδικασία μέσα από την οποία τόσο το κείμενο όσο και εγώ η ίδια περάσαμε από 40 μήκη κύματος.
Το μόνο που δεν άλλαξε ποτέ ήταν η βαθιά πεποίθηση ότι αυτό το κείμενο κάποτε θα γινόταν παράσταση στην οποία θα έπαιζα απαρεγκλίτως και αποκλειστικώς με τον Γιάννη, καθότι είναι ο μόνος που έχει την ιδανική ποσόστωση ευαισθησίας, βάθους και γελοιότητας, ποιότητες χωρίς τις οποίες το εγχείρημα κινδύνευε να γίνει δυσβάσταχτο.




