Ξέρεις τι είναι να ξεχνάς τον αριθμό του τηλεφώνου του σπιτιού σου και να τις τρως; Δεν είναι αδιανόητο;
Ήτανε 8 Μαΐου 1973. Τρεις η ώρα τη νύχτα μού κάρφωσαν το αυτόματο στο κεφάλι. Ο ταγματάρχης Πεταλάς ήταν αυτός που με είχε συλλάβει.
Ξέρανε τη διεύθυνση του σπιτιού μου, στα Ιλίσια έμενα. Είχαν ήδη πιάσει τον Γιώργο Παριανό και είχε πάρει την πρώτη «περιποίηση». Τον είχαν φέρει να μου χτυπήσει το κουδούνι. Μάλλον φοβόντουσαν ότι θα ανοίξω και θα αρχίσω να… πυροβολάω.
Είχα πάει σε μια ταβέρνα, είχαμε πιει τα κρασιά μας και καταλαβαίνετε –τρεις η ώρα!– κοιμόμουνα.
Με το κουδούνισμα σηκώνεται η αδερφή μου. Ορμάνε μέσα. Τη σπρώχνουν και την πετάνε στο κρεβάτι απέναντι στο δωμάτιό της και προτάσσουν ένα αυτόματο στο στήθος. Τα χάνει. «Στο άλλο δωμάτιο είναι» λέει.
Μπαίνουν μέσα, μου καρφώνουν το αυτόματο στο κεφάλι και μου τραβάνε μία από πάνω. Πετάχτηκα! «Πάρ’ τα παπούτσια σου!», «Ντύσου!» και τα σχετικά.
Με κατεβάζουν στη σκάλα, με χώνουν μέσα στο τζιπ. Δεν είχα δει τον Παριανό που είχε χτυπήσει το κουδούνι. Καθόταν στη μέση στο πίσω κάθισμα, από εδώ κι από εκεί δύο ΕΣΑτζήδες και μπροστά ένας που οδηγούσε κι ένας άλλος αξιωματικός.
Σκουντάω τον Γιώργο. Αμίλητος! Είχε φάει το μπερντάκι του. Τον ξανασκουντάω. Τίποτε αυτός. «Ω, ρε γαμώ το!» σκέφτηκα.
Κατέβηκαν τα Ιλίσια με το τζιπ, πιάνουν την Ποντοηρακλείας που βγαίνει προς τη Βασ. Σοφίας. Λέω μέσα μου: «Άμα θα στρίψουν δεξιά, πάνε στην Ασφάλεια (είχαμε ξαναπάει εκεί, το ξέραμε το δρομολόγιο)· άμα στρίψουν αριστερά, πάνε ΕΑΤ».
Και στρίβει αριστερά… «Την πατήσαμε…» είπα από μέσα μου. Ξανασκουντάω τον Παριανό. Αμίλητος αυτός.