Το 1994 είχαμε ανεβάσει το Αχ, πατρίδα μου γλυκειά. Τη μοναδική εκείνη παράσταση του Λουκιανού, με τα υπέροχα σκηνικά του Γιώργου Ζιάκα. Αναπαραστασούσαν σχεδόν ένα ολόκληρο χωριό. Επειδή δεν μας έκανε καρδιά να τα πετάξουμε και καθώς δεν είχαμε δική μας αποθήκη, σκεφτήκαμε να νοικιάσουμε μία για να τα αποθηκεύσουμε.
Το πρακτικό μέρος, όπως πάντα, το ανέλαβα εγώ. Άρχισα λοιπόν να ψάχνω. Καθώς είμαι κλασικό δείγμα του «επαρχιώτης στην Ομόνοια», που λέει και ο Σαββόπουλος, άρχισα να ψάχνω γύρω από την Ομόνοια. Άλλωστε γνώριζα καλά τα κατατόπια μιας και τριγύριζα σε αυτά επί τρία χρόνια που ήμουν μαθήτρια της σχολής του Εθνικού Θεάτρου.
Τέλος πάντων μια μέρα βρέθηκα κάτω από την Ομόνοια. Συγκεκριμένα απέναντι από την πλατεία Κουμουνδούρου, σε έναν πεζόδρομο, στην οδό Ακαδήμου 14. Εκεί ήταν ένα κτίριο ερείπιο. Φαινόταν παλιός βιοτεχνικός χώρος. Έσπρωξα τη σαραβαλιασμένη ξύλινη πόρτα και μπήκα μέσα. Το τι αντίκρισα δεν λέγεται! Τόνους σαπισμένο χαρτί, ένα παλιό αυτοκίνητο και έναν άστεγο…
Μαγεύτηκα αμέσως από το φως που έμπαινε από τους έξι φεγγίτες της οροφής. Γύρισα στο σπίτι μας, στο Π. Ψυχικό, και είπα στον Λουκιανό: «Λουκιανέ, βρήκα έναν μαγικό χώρο όχι για αποθήκη, για θέατρο!».
Από κει και ύστερα άρχισε αυτή η πανέμορφη περιπέτεια. Βρήκαμε τους ιδιοκτήτες, πήραμε δάνειο και το αγοράσαμε, το κηρύξαμε διατηρητέο γιατί δεν ήταν, πήραμε άλλο δάνειο για να το επισκευάσουμε, πράγμα καθόλου εύκολο, γιατί ως διατηρητέο έπρεπε να αποτυπωθεί και να αποκατασταθεί όπως ήταν. Όλο αυτό κράτησε περίπου πέντε χρόνια και το 1999 ήταν πια έτοιμο να λειτουργήσει.
Το ονομάσαμε Θέατρο Μεταξουργείο. Το Μεταξουργείο άρχισε τις παραστάσεις του τον Οκτώβριο του ’99 με τα Μικροαστικά των Γιάννη Νεγρεπόντη – Λουκιανού Κηλαηδόνη.